ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
ΔΟΚΤΩΡ ΟΞ
(DOCTEUR ΟΧ)
Μετάφραση: ΠΟΛ ΜΕΝΕΣΤΡΕΛ
Εικονογράφηση: BERTRAND
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΝΟΥΒΕΛΑ
Προτού κάνει μια πανηγυρική εξόρμηση με τα «Παράξενα Ταξίδια»
του, ο Ιούλιος Βερν με τη νιότη και τη δροσιά του πνεύματος, είχε επιδοθεί στα θεατρικά έργα: βωντβίλ, μουσικές κωμωδίες, φάρσες. Για έναν
επαρχιώτη, όμως, που εγκαταστάθηκε στο Παρίσι σε αναζήτηση τύχης,
ήταν τότε πολύ δύσκολο το ανέβασμά τους στο θέατρο. Ευτυχώς που
βοήθησε τον Βερν ο Αλέξανδρος Δουμάς, που συνδέθηκε μαζί του με
στενή φιλία. Δεν αποκλείεται ο συγγραφεύς των «Τριών Σωματοφυλάκων» να εκτιμούσε τη ζωηρή φαντασία του νέου, και να πρόβλεπε μια
γρήγορη εξέλιξή του στη συγγραφική καριέρα. Κι έτσι μερικά απ’ τα έργα
του Βερν, που είδαν το φως της ράμπας είχαν μια σχετική επιτυχία.
Ταυτόχρονα, ο Βερν συνεργαζόταν στο περιοδικό «Μουσείο των Οικογενειών», όπου και δημοσίευσε το 1872 το «Δόκτωρ Οξ». Αυτή η νουβέλα στάθηκε η πρώτη του πραγματική επιτυχία, γιατί, όχι μόνο τυπώθηκε σε βιβλίο το 1874, αλλ’ ανεβάστηκε και στο «θέατρο Βαριετέ» το
1877, με λιμπρέτο των Ζιλ και Μορτιέ, και με μουσική του διασήμου
συνθέτου Όφφενμπαχ.
Ο «Δόκτωρ Οξ», με μια πλοκή όλο σατιρική διάθεση και λεπτό χιούμορ, με τις διαδοχικές κωμικές σκηνές, με τα διάφορα απρόοπτα «τρυκ»,
με το κεφάτο στυλ, δείχνει πως ο συγγραφεύς του έργου είχε όλα τα
προσόντα και τ’ απαραίτητα εφόδια για να τραβήξει άφοβα μπροστά.
Άλλωστε, η νουβέλα αυτή, που η υπόθεσή της εκτυλίσσεται στο περιθώριο των μεγάλων επιστημονικών δυνατοτήτων, αποδεικνύει για μιαν
ακόμα φορά, πως όλα όσα έγραψε προφητικά ο Ιούλιος Βερν πριν εκατό
χρόνια, σήμερα, με τις μεγάλες προόδους που έχουν συντελεσθεί σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, επαληθεύουν.
Πωλ Μενεστρέλ
Δ
Ο
Κ
Τ
Ω
Ρ
Ο
Ξ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Μια πόλη που δεν βρίσκεται στο χάρτη
Μην ψάξετε άδικα σ’ όλους τους χάρτες της Φλάνδρας, παλιούς ή καινούργιους. Πουθενά δε θα βρείτε την Κικεντόν. Μήπως την εξαφάνισε ο χρόνος; Όχι. Μήπως πρόκειται για καμιά
πόλη του μέλλοντος; Ούτε κι αυτό. Κι όμως υπάρχει, σε πείσμα
των γεωγράφων, εδώ κι οχτακόσια ως εννιακόσια χρόνια. Κι αριθμεί δυο χιλιάδες τριακόσιες ενενήντα τρεις ψυχές – αν παραδεχτούμε μια ψυχή σε κάθε κάτοικο. Βρίσκεται δεκατριάμισι χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Οντενάρντ και δεκαπέντε χιλιόμετρα
και κάτι νοτιοανατολικά της Μπρυζ.
Ο Βάαρ, μικρός παραπόταμος του Εσκό, περνά κάτω απ’ τις
τρεις γέφυρές της, που είναι ακόμα στεγασμένες με μεσαιωνικά
στεγάσματα, όπως στο Τουρναί. Οι τουρίστες θαυμάζουν εκεί
έναν παλιό πύργο που το θεμέλιο λίθο του έθεσε το 1197 ο κόμης Μπωντουέν, αργότερα αυτοκράτωρ της Κωνσταντινουπόλεως, ένα δημαρχείο με παράθυρα γοτθικού ρυθμού, τριγυρισμένο
από νταντελωτές επάλξεις και μ’ ένα καμπαναριό με πυργίσκους
ύψους 85 μέτρων. Κάθε ώρα ακούγεται εκεί πάνω κωδωνοκρουσία από πέντε οχτάβες, σαν ένα αέρινο πιάνο που η φήμη του
ξεπερνά και τις περίφημες κωδωνοκρουσίες της Μπρυζ. Οι ξένοι,
αν ξένοι πάτησαν ποτέ το πόδι τους στην Κικεντόν, δεν θα παρέλειπαν να επισκεφθούν την αίθουσα των κυβερνητών, στολισμένη μ’ ένα πορτραίτο του Γουλιέλμου του Νασάου φιλοτεχνημένο από τον Μπραντόν, το ιερό βήμα της Εκκλησίας
Σαιν-Μαγκλουάρ, αρχιτεκτονικό αριστούργημα του 16ου αιώνος,
τον τάφο της Μαρίας της Βουργουνδίας, κόρης του Καρόλου του
[1]
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
Ριψοκίνδυνου, που τα λείψανά της τώρα, όμως, αναπαύονται
στην εκκλησία της Παναγίας της Μπρυζ, κι άλλα πολλά.
Η κυριότερη βιομηχανία της Κικεντόν είναι τα κάντια κι οι
λογιών-λογιών κρέμες, όπως το ανθόγαλα, το καϊμάκι κλπ. σε
μεγάλη κλίμακα. Αιώνες ολόκληρους η ζαχαρογαλακτοκομική
αυτή επιχείρηση διευθύνεται από την οικογένεια Βαν Τρικάς.
Κι όμως, η Κικεντόν δεν αναφέρεται στο χάρτη της Φλάνδρας! Άραγε να την ξέχασαν οι γεωγράφοι ή να την παράλειψαν
εξεπίτηδες; Αυτό δεν το ξέρω. Η Κικεντόν, όμως, υπάρχει με τα
στενά δρομάκια της, με το οχυρωμένο περίφραγμά της, τα σπανιόλικου ρυθμού σπιτάκια της, την αγορά της και το δήμαρχό
της. Και δεν είναι πολύς καιρός που συνέβηκαν σ’ αυτή τα πιο
καταπληκτικά, αφάνταστα γεγονότα – απίθανα κι όμως αληθινά
– που θα σας εξιστορήσω.
Κακό δεν μπορεί να πει κανείς ή να σκεφθεί για τους Φλαμανδούς της δυτικής Φλάνδρας. Είναι αγαθοί, φρόνιμοι, οικονόμοι, κοινωνικοί, ψύχραιμοι, φιλόξενοι, που ίσως το μυαλό
τους λειτουργεί με κάποια καθυστέρηση και το ρυθμό της ακολουθεί πιστά η ομιλία τους. Αυτό, όμως, δεν εξηγεί γιατί και πώς
μια απ’ τις πιο ενδιαφέρουσες πόλεις της χώρας τους ακόμα δεν
έχει περιληφθεί στη σύγχρονη χαρτογραφία.
Είναι πολύ λυπηρή αυτή η παράλειψη. Και πόσο ζημιώνει το
εμπόριο και τη βιομηχανία της πόλης! Πάλι καλά που η Κικεντόν
έχει πλήρη αυτάρκεια, και δεν βασίζεται στις εξαγωγές: τα κάντια και οι κρέμες της είναι για την εσωτερική της κατανάλωση,
για να τ’ απολαμβάνουν οι ουρανίσκοι των κατοίκων της. Οι Κικεντονέζοι έχουν περιορισμένες ορέξεις, η ζωή τους κυλά απλά.
Είναι ήρεμοι, ασυγκίνητοι, απαθείς, σαν όλους τους Φλαμανδούς που συναντά κανείς αραιά και πού ανάμεσα στη χώρα που
περιβρέχεται από τον Εσκό και τη Βόρεια Θάλασσα.
[2]
ΔΟΚΤΩΡ ΟΞ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Συμβούλιο μεγάλης διαρκείας
— Το πιστεύετε; ρώτησε ο δήμαρχος.
Αφού σκέφθηκε κάμποσα λεπτά, ο σύμβουλος απάντησε:
— Το πιστεύω.
— Γιατί δεν πρέπει να ενεργήσουμε στα πεταχτά, συνέχισε ο
δήμαρχος.
— Δέκα χρόνια συζητούμε για μια τόσο σοβαρή υπόθεση,
απάντησε ο σύμβουλος Νικλάους, και σας ομολογώ, αξιοσέβαστέ μου βαν Τρικάς, πως ακόμα δεν τολμώ ν’ αναλάβω την ευθύνη ν’ αποφασίσω.
Μεσολάβησε απόλυτη σιωπή που κράτησε ένα τέταρτο.
— Δικαιολογώ απόλυτα τους δισταγμούς σας, πήρε το λόγο
πάλι ο δήμαρχος, και τους συμμερίζομαι. Θα είναι φρόνιμο να
μη λάβουμε καμιάν απόφαση προτού εξετάσουμε πιο επισταμένα το ζήτημα.
— Είναι βέβαιο, απάντησε ο Νικλάους, πως η θέση ενός Διευθυντού της Αστυνομίας είναι ολωσδιόλου περιττή σε μια πόλη
τόσο ήσυχη, όσο η Κικεντόν.
— Ο προκάτοχός μας, απάντησε ο βαν Τρικάς με σοβαρότητα, ο προκάτοχός μας δεν έλεγε ποτέ, δεν θα τολμούσε ποτέ να
πει, πως κάτι είναι βέβαιο. Κάθε απόλυτη βεβαίωση ενδέχεται
να ’χει δυσάρεστα επακόλουθα.
Ο Νικλάους κούνησε το κεφάλι του, συμφωνώντας. Επακολούθησε σιωπή που κράτησε μισή ώρα πάνω-κάτω. Σ’ αυτό το
διάστημα ο σύμβουλος κι ο δήμαρχος δεν κούνησαν ούτε το μικρό τους δαχτυλάκι.
Κατόπιν ο Νικλάους ρώτησε τον βαν Τρικάς αν ο πριν από
είκοσι χρόνια δήμαρχος δεν είχε συλλάβει τη σκέψη να καταργήσει αυτή τη θέση του Διευθυντού της Αστυνομίας, που, κάθε
χρόνο, επιβάρυνε την Κικεντόν με το ποσόν των χιλίων τριακο-
[3]
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
σίων εβδομήντα πέντε φράγκων και σαράντα εκατοστών του
φράγκου.
— Πραγματικά, απάντησε ο δήμαρχος βαν Τρικάς, που σήκωσε αργά-αργά το χέρι του για να χαϊδέψει το μέτωπό του,
πραγματικά. Ο άξιος αυτός άνθρωπος πέθανε προτού τολμήσει
να λάβει μιαν απόφαση ούτε σ’ αυτό το ζήτημα ούτε σε κανένα
άλλο διοικητικό μέτρο. Ήταν φρόνιμος άνθρωπος. Γιατί να μην
ακολουθήσω κι εγώ το παράδειγμά του;
Ο σύμβουλος ήταν αδύνατο να φανταστεί καν πως μπορούσε
να ’χει διαφορετική γνώμη από το δήμαρχο.
— Εκείνος που πεθαίνει χωρίς να ’χει πάρει ποτέ καμιάν
απόφαση σ’ όλη τη ζωή του, πρόσθεσε σοβαρά ο βαν Τρικάς,
βρίσκεται πολύ κοντά στην τελειότητα σ’ αυτό τον κόσμο!
Αφού μίλησε έτσι, ο δήμαρχος πάτησε ένα κουμπί με την
άκρη του μικρού δαχτύλου του, κι ακούστηκε ένα υπόκωφο
κουδούνισμα, σαν στεναγμός. Σχεδόν ταυτόχρονα, κάτι αλαφροπάτητα βηματάκια ξεγλίστρησαν στο διάδρομο, σαν το σύρσιμο ενός μικρού ποντικού πάνω στο χαλί. Άνοιξε αθόρυβα η
πόρτα του δωματίου. Και φάνηκε μια ξανθή κοπέλα με μεγάλες
πλεξούδες. Ήταν η Σούζη βαν Τρικάς, μοναχοκόρη του δημάρχου. Έδωσε στον πατέρα της την πίπα του γεμισμένη ως πάνω
και μια μικρούλα χάλκινη πυροστιά, και χάθηκε χωρίς να πει λέξη, αθόρυβα, όπως είχε μπει.
Ο εντιμότατος δήμαρχος άναψε την πίπα του κι έγινε άφαντος σε λίγο μέσα σ’ ένα γαλαζωπό σύννεφο καπνού, αφήνοντας
το Νικλάους στις σκέψεις του.
Το δωμάτιο, όπου συζητούσαν οι δυο προσωπικότητες που
διαχειρίζονταν υπεύθυνα – μα και χωρίς να καταλήγουν ποτέ σε
απόφαση – το δήμο της Κικεντόν, ήταν ένα εντευκτήριο πλούσια
στολισμένο με σκαλίσματα από σκούρο ακριβό ξύλο. Ένα πελώριο τζάκι, όπου μπορούσε να καεί ολόκληρη δρυς ή να ψηθεί
σουβλιστό ένα βόδι, κάλυπτε τη μια πλευρά, αντίκρυ από ένα
καφασωτό παράθυρο που η πολύχρωμη τζαμαρία του ψιλοκοσκίνιζε τις αχτίδες του ήλιου. Μέσα σ’ ένα αρχαϊκό κάδρο, πάνω
[4]
ΔΟΚΤΩΡ ΟΞ
από το τζάκι, φιγούραρε κάποιος πρόγονος της οικογενείας βαν
Τρικάς, που το γενεαλογικό δέντρο της ξεκινούσε απόλυτα εξακριβωμένα από το δέκατο τέταρτο αιώνα, τον καιρό που οι
Φλαμανδοί κι ο Γκυ ντε Νταπιέρ πολεμούσαν εναντίον του αυτοκράτορος Ροδόλφου των Αψβούργων.
Το σπίτι του δημάρχου, ένα από τα πιο ευχάριστα κι άνετα
της Κικεντόν, ξεχώριζε χτισμένο σε φλαμανδικό ρυθμό, από όλα
τα πιο διαλεχτά μνημεία της πόλης. Ήταν απόλυτα σιωπηλό το
περιβάλλον, σαν μοναστήρι τραπιστών όπου είν’ απαγορευμένη
η ομιλία, ή άσυλο κωφαλάλων. Κι η λέξη ακόμα θόρυβος ήταν
άγνωστη εκεί μέσα. Δεν περπατούσαν πάνω στα παχιά χαλιά,
αλλά ξεγλιστρούσαν. Δεν μιλούσαν ένας στον άλλο, αλλά ψιθύριζαν.
Κι όμως, από το σπίτι δεν έλειπαν οι γυναίκες. Εξόν από τη
δημαρχίνα Μπριγκίτα βαν Τρικάς και το σύζυγό της, έμεναν η
κόρη τους Σούζη κι η υπηρέτρια Λοτσέ Γιανσεού. Δεν πρέπει να
παραλείψω από τον κατάλογο και την αδελφή του δημάρχου,
θεία Χερμάνς, μια γεροντοκόρη που της είχε δώσει η Σούζη το
παρατσούκλι «Τσατσαχερμάνς». Ε, λοιπόν, παρ’ όλ’ αυτά τα
στοιχεία διαφωνίας, θορύβου και φλυαρίας, το σπίτι του δημάρχου δεν έπαυε να είναι ήσυχο και βουβό σαν έρημος.
Ο δήμαρχος ήταν ένας πενηντάρης, ούτε παχύς ούτε λιγνός,
ούτε κοντός ούτε ψηλός, ούτε γέρος ούτε νέος, ούτε κοκκινοπρόσωπος ούτε χλωμός, ούτε κεφάτος ούτε μελαγχολικός, ούτε
ευχαριστημένος ούτε γκρινιάρης, ούτε δραστήριος ούτε ξένοιαστος, ούτε ακατάδεχτος ούτε ταπεινός, ούτε καλός ούτε κακός,
ούτε γαλαντόμος ούτε τσιγκούνης, ούτε γενναίος ούτε φοβιτσιάρης – άνθρωπος μετρημένος σε όλα του. Από τις αργές κινήσεις του, όμως, το κάπως κρεμαστό σαγόνι του, το άτονο
βλέμμα του, το μονοκόμματο κι αρυτίδωτο μέτωπό του, τους
πλαδαρούς μυώνες του, ένας φυσιογνωμιστής θ’ αναγνώριζε
αμέσως στο πρόσωπο του βαν Τρικάς το πρότυπο του ψύχραιμου, φλεγματικού ανθρώπου. Ποτέ, – ούτε από θυμό, ούτε από
πάθος – ποτέ καμιά συγκίνηση δεν είχε επιταχύνει τα καρδιο[5]
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
χτύπια του ή κοκκινίσει το πρόσωπό του. Πάντα φορούσε καλά
ρούχα ούτε πολύ ευρύχωρα ούτε πολύ στενόχωρα, που δεν κατάφερνε ποτέ να τα λιώσει. Τα τρίσολα παπούτσια του με τις
ασημένιες φιούμπες δεν πάλιωναν ποτέ – προς μεγάλη στενοχώρια και ζημία του παπουτσή του. Φορούσε ένα ευρύχωρο καπέλλο – το ίδιο σαράντα χρόνια συνεχώς, από την εποχή που η
Φλάνδρα αποσπάσθηκε τελειωτικά από την Ολλανδία, και το
πρόσεχε σαν ιστορικό κειμήλιο. Τι τα θέλετε; Τα πάθη φθείρουν
το σώμα, οι συγκινήσεις φθείρουν την ψυχή, κι έτσι ο άξιος δήμαρχος ήταν οπλισμένος γι’ άμυνα εναντίον της φθοράς με την
απάθειά του, την αναισθησία του, την αδιαφορία του. Ούτε πάλιωνε κάτι, ούτε έφθειρε τον εαυτό του, κι έτσι ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για να διοικήσει την Κικεντόν και τους φιλησύχους
κατοίκους της.
Στ’ αληθινά, η πόλη ήταν τόσο ήσυχη όσο κι η κατοικία βαν
Τρικάς, όπου ο δήμαρχος λογάριαζε να φτάσει ως το ανώτατο
επιτρεπόμενο όριο ζωής, ενώ, στο αναμεταξύ, η αγαθή κυρία
Μπριγκίτα, η συμβία του, θα προπορευόταν στον τάφο, όπου
σίγουρα θα ’βρισκε πιο απόλυτη ανάπαυση από εκείνη που απολάμβανε εξήντα ολόκληρα χρόνια η επίγεια ύπαρξή της.
Εδώ χρειάζεται μια εξήγηση:
Έχετε ακουστά για κάποιον που, έχοντας στην κατοχή του
ένα μαχαίρι, και χρησιμοποιώντας το συνεχώς… το είχε καταστήσει άφθαρτο απ’ τις ύπουλες ενέργειες του χρόνου πάνω σ’
όλα τα γήινα αντικείμενα; Ε, λοιπόν, αυτός ο εφευρετικός τύπος
πότε άλλαζε τη λαβή του μαχαιριού, πότε το λεπίδι, μόλις κόντευαν να φθαρούν. Αλλιώς το μαχαίρι θα γινόταν άχρηστο.
Η ίδια λοιπόν αντικατάσταση γινόταν από αμνημονεύτων
χρόνων στους κόλπους της οικογένειας βαν Τρικάς, με την πρόθυμη, όμως, συμβολή των φυσικών νόμων που είναι συνυφασμένοι με τη ζωή του ανθρώπου. Από το 1340, πάντα ένας βαν
Τρικάς, μόλις χήρευε, ξαναπαντρευόταν μια βαν Τρικάς, πιο νέα
απ’ αυτόν. Κι η κυρία βαν Τρικάς, μόλις χήρευε με τη σειρά της,
παντρευόταν ένα βαν Τρικάς πιο νέο απ’ αυτήν. Και… τράβα το
[6]
ΔΟΚΤΩΡ ΟΞ
κορδόνι! Πότε η συμβία… πότε ο σύζυγος… καθένας τους πέθαινε με τη σειρά του και με μαθηματική ακρίβεια.
Έδωσε στον πατέρα της την πίπα του (σελ. 4)
[7]
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
Αν λάβουμε λοιπόν υπ’ όψη πως η Μπριγκίτα βαν Τρικάς είχε
παντρευτεί για δεύτερη φορά, θα ήταν αδιανόητο να μην τραβήξει για έναν άλλο καλύτερο κόσμο στον καθορισμένο χρόνο,
αφήνοντας τον κατά μια δεκαετία πιο νέο άνδρα της να ’ρθεί σε
γάμου κοινωνία με μια καινούργια βαν Τρικάς. Αυτόν το φυσικό
υπολογισμό έκανε ο εντιμότατος δήμαρχος, για να μη διακοπεί
άδοξα μια οικογενειακή παράδοση που διαρκούσε μισή χιλιετία.
Τέτοια ήταν λοιπόν αυτή η ήσυχη και σιωπηλή κατοικία, που
οι πόρτες της δεν τσίριζαν, που τα τζάμια της δεν τουρτούριζαν,
που τα πατώματά της δεν τρεμούλιαζαν, που τα τζάκια της δεν
ροχάλιζαν, που τα έπιπλά της δεν έτριζαν, και που όσοι έμεναν
μέσα σ’ αυτή κυκλοφορούσαν αθόρυβα, σαν σκιές. Σίγουρα ο
Αρποκράτης, ο θεός της σιωπής, θα την είχε διαλέξει για δικό
του ναό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Ο αστυνόμος αναστατώνει το δήμαρχο
Το εξαιρετικά ενδιαφέρον κουβεντολόι – πώς να χαρακτηρισθεί αλλιώτικα; – μεταξύ συμβούλου και δημάρχου είχε αρχίσει
στις τρεις παρά τέταρτο, το απόγευμα. Στις τρεις και σαράντα
πέντε ο βαν Τρικάς άναψε τη μεγάλη πίπα του που το φουρνέλο
της χωρούσε ως εκατό δράμια καπνό, και στις πέντε και τριάντα
πέντε λεπτά τέλειωσε το κάπνισμα.
Στο διάστημα αυτό, δεν άνοιξαν το στόμα τους να πούνε λέξη.
Στις έξι, ο σύμβουλος, που πάντα άνοιγε ή έκλεινε τη συζήτηση, συνέχισε:
[8]
ΔΟΚΤΩΡ ΟΞ
— Ώστε, αποφασίζουμε;…
— Να μην πάρουμε καμιάν απόφαση, απάντησε ο δήμαρχος.
— Πιστεύω πως έχετε δίκιο, βαν Τρικάς.
— Κι εγώ το πιστεύω, Νικλάους. Θα λάβουμε μιαν απόφαση
στο ζήτημα του Διευθυντού της Αστυνομίας αφού κατατοπισθούμε καλύτερα… αργότερα… Ας έρθει ο άλλος μήνας και βλέπουμε…
— Ή ο καινούργιος χρόνος… Το θέμα δεν είναι επείγον… Ξέρω ένα ποίημα που λέει:
«Για ό,τι κάνεις βιαστικά
μετανοιώνεις τελικά»,
απάντησε ο Νικλάους, ξεδιπλώνοντας το μαντίλι του για να περιποιηθεί – πάντα μ’ αργές κινήσεις – τη μύτη του.
Η καινούργια σιωπή κράτησε μια ολόκληρη ώρα. Τίποτα δεν
τάραξε τη νέα διακοπή, ούτε κι αυτή ακόμα η εμφάνιση του Σιγαλού, του σκύλου του σπιτιού, που, απαθής σαν τον αφέντη
του, έκανε ευγενικά κι αθόρυβα τον περίπατό του στο εντευκτήριο. Άξιο ζώο!
Κοντά στις οχτώ, αφού έφερε αναμμένη την αρχαϊκή λάμπα
η Λοτσέ, ο δήμαρχος είπε στο σύμβουλο:
— Δεν έχουμε καμιάν άλλη επείγουσα υπόθεση, Νικλάους;
— Όχι, βαν Τρικάς, αν δεν κάνω λάθος.
— Θαρρώ πως μου είπαν, όμως, συνέχισε ο δήμαρχος, πως ο
γερμένος πύργος της πύλης της Οντενάρντ κινδυνεύει να γκρεμιστεί;
— Αυτό είν’ αλήθεια, απάντησε ο σύμβουλος, και δεν θα
παραξενευτώ αν μάθω καμιά μέρα πως έπεσε και πλάκωσε κανέναν περαστικό.
— Προτού συμβεί αυτή η συμφορά, ελπίζω να ’χουμε πάρει
καμιάν απόφαση γι’ αυτό τον πύργο.
— Το ελπίζω κι εγώ, βαν Τρικάς.
— Έχουμε τόσες πιο επείγουσες υποθέσεις…
[9]
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
— Βέβαια, απάντησε ο σύμβουλος, όπως το θέμα της δερματαγοράς…
— Συνεχίζεται η πυρκαϊά;
— Αδιάκοπα, εδώ και τρεις εβδομάδες.
— Δεν αποφασίσαμε στο συμβούλιο να την αφήσουμε να
σβήσει μόνη της;
— Ναι, βαν Τρικάς, με πρόταση δική σας.
— Δεν είν’ αυτός ο απλούστερος και πιο σίγουρος τρόπος για
να καταπολεμήσουμε τη φωτιά;
— Συμφωνώ.
— Ε, λοιπόν, ας περιμένουμε να γίνει στάχτη. Τίποτ’ άλλο;
— Αυτά είν’ όλα, απάντησε ο σύμβουλος, που έξυνε το μέτωπό του για να βεβαιωθεί πως δεν είχε ξεχάσει καμιά σοβαρή
υπόθεση.
— Μήπως, κατά τύχη, συνέχισε ο δήμαρχος, ακούσατε να
γίνεται λόγος για μια διαρροή νερού που απειλεί με πλημμύρα
τη συνοικία Αγίου Ιακώβου;
— Πραγματικά, απάντησε ο σύμβουλος. Και είναι μεγάλη
ατυχία που η διαρροή αυτή δεν έγινε στους υδροσωλήνες της
δερματαγοράς! Θα είχε σβήσει την πυρκαϊά κι έτσι δεν θα χάναμε τόσες πολύτιμες ώρες συζητώντας γι’ αυτήν.
— Τι τα θέλετε, Νικλάους, τα ατυχήματα δεν έχουν λογική
συνάρτηση μεταξύ τους. Κι έτσι δεν μας είναι δυνατόν να επωφεληθούμε του ενός για να λιγοστέψουμε τη ζημιά του άλλου.
Μεσολάβησε και πάλι σιωπή.
— Τώρα που το θυμήθηκα, άρχισε ο Νικλάους, δεν συζητήσαμε καθόλου για το πιο φλέγον ζήτημά μας.
— Ποιο είν’ αυτό πάλι; Έχουμε κανένα φλέγον ζήτημα;
— Αυτό ν’ ακούγεται. Πρόκειται για το φωτισμό της πόλης.
— Α ναι, απάντησε ο δήμαρχος, αν δεν με ξεγελά το μνημονικό μου, εννοείτε το φωτισμό του δόκτορα Οξ;
— Ακριβώς.
— Αυτός πήρε καλό δρόμο, Νικλάους. Συνεχίζεται η τοποθέτηση των σωλήνων, και το εργοστάσιο είναι σχεδόν τελειωμένο.
[10]
ΔΟΚΤΩΡ ΟΞ
— Ίσως βιαστήκαμε πολύ σ’ αυτή την υπόθεση, είπε ο σύμβουλος κουνώντας το κεφάλι του.
— Δεν αποκλείεται, απάντησε ο δήμαρχος, έχουμε όμως τη
δικαιολογία πως ο δόκτωρ Οξ κάνει όλα τα έξοδα του πειράματός του. Δε θα μας κοστίσει ούτε δεκάρα!
— Στ’ αλήθεια, αυτή είναι η δικαιολογία μας. Άλλωστε πρέπει ν’ ακολουθήσομε τις προόδους του αιώνος μας. Αν επιτύχει
το πείραμα, η Κικεντόν θα είναι η πρώτη πόλη της Φλάνδρας,
που θα φωτισθεί με οξύ… Πώς το λένε αυτό το αέριο;
— Οξυδρικό αέριο.
Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα κι η Λοτσέ ειδοποίησε το
δήμαρχο πως το δείπνο ήταν έτοιμο.
Ο Νικλάους σηκώθηκε ν’ αποχαιρετίσει το δήμαρχο, που οι
πολλαπλές αποφάσεις, πάνω στις πολλαπλές υποθέσεις της πόλης, του είχαν ανοίξει την όρεξη. Κι αποφασίστηκε η σύγκληση
του συμβουλίου των προκρίτων για πολύ αργότερα, για ν’ αποφάσιζαν κάτι προσωρινά για το πολύ επείγον ζήτημα του πύργου
της Οντενάρντ.
Ο δήμαρχος συνόδευσε το σύμβουλο ως την εξώπορτα. Κι ο
Νικλάους άναψε ένα φαναράκι για να τον φωτίζει στο δρόμο,
αφού δεν είχε ακόμα η Κικεντόν εγκαινιάσει το φωτισμό του δόκτορα Οξ. Η νύχτα ήταν κατασκότεινη και μια πηχτή οκτωβριανή
ομίχλη σκέπαζε την πόλη.
Οι προετοιμασίες για την αναχώρηση του συμβούλου κράτησαν ολόκληρο τέταρτο της ώρας, γιατί, ύστερ’ από το άναμμα
του φαναριού, φόρεσε τις μπότες του, στρωμένες από μέσα με
γούνα, και τα χοντρά γάντια του, σήκωσε τον ενισχυμένο με
γουναρικό γιακά της ρεδιγκότας του, κατέβασε το καπέλο ως τα
μάτια του, πήρε την ομπρέλα του, κι ετοιμάστηκε να φύγει.
Τη στιγμή που η Λοτσέ προχωρούσε για να τραβήξει την αμπάρα της εξώπορτας, ξαφνικός θόρυβος ξέσπασε στο δρόμο.
Ναι! Ένας θόρυβος, πραγματικός θόρυβος, όσο κι αν σας
φανεί απίστευτο! Από την εποχή της καταλήψεως του φρουρίου
από τους Ισπανούς, το 1513, τόσο τρομακτικός θόρυβος δεν είχε
[11]
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
αναστατώσει τη γαλήνη της ήσυχης κατοικίας βαν Τρικάς! Ήταν
χτυπήματα πάνω στην εξώπορτα, σίγουρα μαγκουριές. Κι ακούγονταν και μια βροντερή φωνή:
— Κύριε βαν Τρικάς! Κύριε δήμαρχε! Ανοίξτε, ανοίξτε γρήγορα!
Ο δήμαρχος κι ο σύμβουλος, ολότελα σαστισμένοι, κοιτάζονται αμίλητοι. Τέτοιο πράμα ξεπερνούσε τα όρια της φαντασίας
τους. Και μπόμπα να ’σκαγε, και κανονικά να ’πεφτε, δε θα τους
αναστάτωνε τόσο πολύ!
Τα χτυπήματα και τα βροντοφωνήματα στο αναμεταξύ δυνάμωναν. Πρώτη η Λοτσέ, ανακτώντας την ψυχραιμία της, πήρε
το θάρρος να μιλήσει:
— Ποιος είν’ εκεί; ρώτησε.
— Εγώ! Εγώ! Εγώ!
— Ποιος είν’ αυτός ο «εγώ»;
— Ο αστυνόμος Πασώφ!
Ο αστυνόμος Πασώφ! Αυτός που δέκα χρόνια γινόταν συζήτηση να καταργηθεί η θέση του. Μα τι να είχε συμβεί άραγε;
Μήπως οι Βουργουνδοί έκαναν πάλι εισβολή στην Κικεντόν, όπως στο 14ο αιώνα; Μόνο ένα τέτοιο γεγονός θα μπορούσε να
συγκινήσει σε τέτοιο βαθμό τον αστυνόμο Πασώφ, που η απάθεια κι η ψυχραιμία του συναγωνίζονταν την ξενοιασιά και την
αδιαφορία του δημάρχου για τα πάντα και τους πάντας.
Ανίκανος να προφέρει λέξη ο βαν Τρικάς, έκανε νόημα κι η
Λοτσέ άνοιξε την πόρτα.
Ο αστυνόμος Πασώφ όρμησε σαν σίφουνας μέσα στον προθάλαμο.
— Τι τρέχει, κυρ αστυνόμε; ρώτησε η Λοτσέ, που και στις πιο
δύσκολες περιστάσεις δεν έχανε το νου της.
— Ακούς εκεί τι τρέχει! απάντησε ο Πασώφ, που φαινόταν
πολύ ταραγμένος. Έρχομαι από το σπίτι του δόκτορα Οξ, όπου
δινόταν δεξίωση, κι εκεί πέρα…
— Ε, λοιπόν; ρώτησε ο σύμβουλος.
[12]
ΔΟΚΤΩΡ ΟΞ
— Παρέστην μάρτυς μιας λογομαχίας που κατέληξε, κύριε
δήμαρχε, σε πολιτική συζήτηση!
— Πολιτική συζήτηση! ξανάπε ο βαν Τρικάς με φρίκη, ενώ
ανορθώνονταν οι τρίχες της περούκας του.
— Ναι, πολιτική συζήτηση! Εκατό χρόνια τουλάχιστον έχει να
γίνει τέτοιο πράμα στην Κικεντόν! Από λόγο σε λόγο, ο δικηγόρος
Αντρέ Σιούτ με το γιατρό Ντομινίκ Κουστός, μόνο που δεν αρπάχτηκαν στα χέρια, και σίγουρα θα καταλήξουν να λύσουν τη διαφορά τους στο πεδίον της τιμής.
— Μονομαχία στην Κικεντόν! φώναξε ο σύμβουλος. Και τι
είπαν ο ένας στον άλλο, για ν’ αρπαχτούν τόσο άγρια;
— Κύριε δικηγόρε, είπε επί λέξει ο γιατρός στον αντίπαλό
του: μου φαίνεται πως παρατραβήξατε το σκοινί, και δεν προσέχετε τα λόγια σας!
Ο δήμαρχος σήκωσε τα χέρια του ικετευτικά προς τον ουρανό. Ο σύμβουλος χλώμιασε κι άφησε να πέσει το φαναράκι του.
Ο αστυνόμος κούνησε το κεφάλι του. Μια τόσο προκλητική
φράση, που να προκαλέσει μονομαχία μεταξύ δυο προκρίτων!
— Αυτός ο γιατρός Κουστός, ψιθύρισε ο βαν Τρικάς, είναι στ’
αλήθεια επικίνδυνος άνθρωπος, εξημμένη κεφαλή! Ελάτε, κύριοι.
Κι ο Νικλάους με τον αστυνόμο ακολούθησαν το δήμαρχο
βαν Τρικάς στο εντευκτήριό του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Ο δόκτωρ Οξ συζητά με το βοηθό του Υγόνο
Ποιός ήταν λοιπόν αυτός ο παράξενος τύπος, που ήταν γνωστός με το όνομα δόκτωρ Οξ;
Σίγουρα κάποιος ιδιότροπος, μα και ταυτόχρονα ένας τολμηρός φυσικός επιστήμων που τα έργα του κι οι μελέτες του ήταν γνωστά και τα εκτιμούσε όλη η επιστημονική Ευρώπη, ένας
[13]
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
άξιος ανταγωνιστής των Νταίηβυ, Ντόλτον, Μπόστοκ, Μένζις,
Γκόντγουϊν, Βιέρορντ, όλων των σοφών που ανύψωσαν τη φυσική στην πρώτη σειρά των συγχρόνων επιστημών.
— Έρχομαι από το σπίτι του Δόκτορα Οξ… (σελ. 12)
[14]
ΔΟΚΤΩΡ ΟΞ
Ο δόκτωρ Οξ ήταν παχουλός, μέσου αναστήματος, ηλικίας κι
εθνικότητος ακαθόριστων. Ωστόσο, αυτό δεν είχε σημασία.
Φτάνει που ήταν ένα παράδοξο άτομο, θερμόαιμος κι ορμητικός
χαρακτήρας, γνήσιος ιδιόρρυθμος σαν κι αυτούς που συναντώνται στα «Παραμύθια του Χόφμαν», που αποτελούσε χτυπητή
αντίθεση, χωρίς καμιάν αμφιβολία, με τους κατοίκους της Κικεντόν. Είχε απόλυτη πεποίθηση στον εαυτό του και στις θεωρίες
του. Πάντα χαμογελαστός, περπατώντας με το κεφάλι ψηλά, με
άνεση κι ελευθερία στις κινήσεις του, με σιγουριά στη ματιά του,
με ορθάνοικτα, ευρύχωρα ρουθούνια, και μεγάλο στόμα, ρουφώντας αχόρταγα τον αέρα, είχε ένα ευχάριστο παρουσιαστικό
που άρεσε σε όλους. Ήταν γεμάτος ζωή, με απόλυτα ισορροπημένα όλα τα μέρη της ανθρώπινης μηχανής του, με τη δραστηριότητα που κυλούσε στις φλέβες του και βελόνες κάτω από τις
πατούσες του. Γι’ αυτό δεν μπορούσε ποτέ να σταθεί ούτε δευτερόλεπτο σ’ ένα μέρος, και μετατοπιζόταν διαρκώς με βιαστικές
ομιλίες και πληθωρικές χειρονομίες.
Ήταν λοιπόν τόσο πλούσιος ο δόκτωρ Οξ, ώστε ν’ αναλάβει
τα έξοδα του φωτισμού ολόκληρης πόλης;
Φυσικά – αφού είχε προτείνει στο δημοτικό συμβούλιο ο ίδιος να φωτίσει απ’ το ατομικό του πουγγί την Κικεντόν από άκρη σε άκρη.
Ο δόκτωρ Οξ είχε φτάσει πριν από πέντε μήνες στην πόλη,
μαζί με το βοηθό του, το Γεδεών Υγόνο, ένα ψηλέα, ξερακιανό,
λιγνό σαν στέκα, που είχε όλη τη ζωντάνια του δασκάλου του.
Και τώρα, γιατί ο δόκτωρ Οξ να μπει σε τόσα έξοδα για να
φωτίσει την πόλη; Γιατί διάλεξε άραγε τους φιλήσυχους κατοίκους της Κικεντόν, τους πιο απαθείς απ’ όλους τους Φλαμανδούς, για να προικοδοτήσει την πόλη τους με τα ευεργετήματα
ενός εξαιρετικού φωτισμού; Μήπως η γενναιόδωρη αυτή χειρονομία του ήταν πρόσχημα για την εκτέλεση ενός μεγάλου φυσικού πειράματος; Κοντολογίς, τι σκόπευε να κάνει αυτός ο ιδιότροπος; Αυτό ακριβώς δεν ξέρουμε, γιατί ο μόνος έμπιστός του
[15]
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
ήταν ο βοηθός του, που, ωστόσο, υπάκουε τυφλά στο δάσκαλό
του.
Γεγονός ήταν, κοντολογίς, πως ο δόκτωρ Οξ είχε αναλάβει το
φωτισμό της Κικεντόν, που ήταν απαραίτητος, «προ παντός τη
νύχτα», όπως έλεγε, με πολλά υπονοούμενα, ο αστυνόμος Πασώφ. Γι’ αυτό, είχε συμπληρώσει την εγκατάσταση εργοστασίου
φωταερίου. Τα γκαζόμετρα ήταν έτοιμα να λειτουργήσουν. Και
οι σωλήνες διοχετεύσεως, τοποθετημένοι κάτω από τα πλακόστρωτα των δρόμων, θα ’διναν με τη φλόγα τους ζωή στη νυχτερινή κίνηση και θα εξασφάλιζαν και το φωτισμό των σπιτιών,
που οι ιδιοκτήτες τους ήταν φιλοπρόοδοι.
Ο βαν Τρικάς, ο Νικλάους και μερικοί άλλοι πρόκριτοι, είχαν
θεωρήσει καθήκον τους να επιτρέψουν την εγκατάσταση του
συγχρονισμένου αυτού φωτισμού στις κατοικίες τους.
Στην πολύωρη σύσκεψη μεταξύ δημάρχου και συμβούλου
είχε ειπωθεί πως ο φωτισμός της πόλης θα επιτυγχάνονταν, όχι
με καύση απλού ανθρακούχου υδρογόνου που παράγει η διύλιση του γαιάνθρακος, αλλά με χρήση ενός πιο συγχρονισμένου
αερίου, και είκοσι φορές πιο λαμπρού, του οξυδρικού αερίου,
που παράγεται από ένωση υδρογόνου με οξυγόνο.
Ο δόκτωρ Οξ, ικανός χημικός κι εφευρετικός φυσικός επιστήμων, ήξερε να επιτυγχάνει την παραγωγή του αερίου αυτού
φτηνά και σε μεγάλες ποσότητες με διάλυση νερού, και με στήλες δικής του εφευρέσεως. Έτσι απέφευγε τις μεγάλες δαπάνες,
μη έχοντας ανάγκη από πλανίτη, άμβυκες, καύσιμα, κλπ. Το ηλεκτρικό ρεύμα διοχετευόταν σε μεγάλες δεξαμενές γεμάτες νερό.
Το υγρό στοιχείο διαλυόταν στα δυο συστατικά του, οξυγόνο και
υδρογόνο. Αλλού πήγαινε το οξυγόνο, κι αλλού το υδρογόνο (σε
διπλό όγκο, όμως, αυτό). Καθένα απ’ αυτά συλλεγόταν σε χωριστή δεξαμενή – και η προφύλαξη αυτή ήταν απαραίτητη γιατί η
ένωσή τους θα προκαλούσε τρομακτική έκρηξη αν έπαιρνε φωτιά. Με σωληνώσεις θα διοχετευόταν – πάντα χωριστά – στα
διάφορα μπεκ των φανοστατών, κατά τρόπο που ν’ αποφεύγεται
[16]
ΔΟΚΤΩΡ ΟΞ
κάθε κίνδυνος εκρήξεως. Κι έτσι θα παράγονταν μια φλόγα εξαιρετικά λαμπερή, σαν του ηλεκτρικού.
Βέβαια, χάρη σ’ αυτόν το γενναιόδωρο συνδυασμό, η πόλη
Κικεντόν θ’ αποκτούσε έναν υπέροχο φωτισμό. Μα ούτε το δόκτορα Οξ, ούτε το βοηθό του Υγόνο, απασχολούσαν τα προβλήματα της μικρής αυτής φλαμανδικής πόλης. Άλλος ήταν ο σκοπός
τους – καθώς θα δούμε.
Την άλλη μέρα, ύστερ’ από τη θορυβώδη «εισβολή» του αστυνόμου Πασώφ στο εντευκτήριο του δημάρχου, ο δόκτωρ Οξ
κουβέντιαζε με το Γεδεών Υγόνο στο εργαστήριό του, στο ισόγειο
της κυριότερης πτέρυγας του εργοστασίου.
— Ε, λοιπόν, Υγόνε; φώναξε ο δόκτωρ Οξ τρίβοντας τα χέρια
του από ευχαρίστηση. Τους είδες, χθες, στη δεξίωσή μας, τους
αγαθούς και ψύχραιμους Κικεντονέζους! Πρόσεξες την απότομη
αλλαγή στο φέρσιμό τους; Είδες πώς τσακώνονταν, πώς προκαλούσαν ένας τον άλλο με απειλητικές χειρονομίες; Μονομιάς
έγιναν αγνώριστοι! Κι ακόμα είμαστε στην αρχή! Περίμενε λιγάκι
να τους αυξήσουμε τη δόση!
— Στ’ αλήθεια, δάσκαλε, απάντησε ο Γεδεών τρίβοντας τη
σουβλερή μύτη του με το δάχτυλό του, το πείραμα άρχισε καλά,
και αν δεν είχα φροντίσει να κλείσω το ρουμπινέ του αερίου κι
εγώ δεν ξέρω τι θα γινόταν!
— Άκουσες τι είπαν ο δικηγόρος Σιούτ κι ο γιατρός Κουστός;
συνέχισε ο δόκτωρ Οξ. Τα λόγια τους, κανονικά, δεν έπρεπε να
οδηγήσουν σε φιλονικία, γιατί δεν περιέχουν στοιχεία κακίας.
Μα στο στόμα ενός Κικεντονέζου γίνονται αφάνταστα προκλητικά κι ισοδυναμούν με τις χειρότερες βρισιές που οι ομηρικοί
ήρωες εκστόμιζαν ο ένας στον άλλον προτού τραβήξουν το σπαθί! Θα δεις και θ’ απορήσεις πώς θα τους κάνουμε μια μέρα αυτούς τους απαθείς Φλαμανδούς! Αγνώριστους!
— Θα τους κάνουμε αχάριστους, απάντησε ο βοηθός, με
ύφος ανθρώπου, που κατέχει ολότελα την ψυχολογία των ανθρώπων.
[17]
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
— Δε βαριέσαι! έκανε ο δόκτωρ Οξ, τι σημασία έχει για μας
αν θα μας ευγνωμονούν ή όχι, φτάνει να επιτύχει το πείραμά
μας!
— Άλλωστε, πρόσθεσε ο Γεδεών χαμογελώντας πονηρά, είναι και μια άλλη μικρολεπτομέρεια. Μήπως υπάρχει κίνδυνος,
δημιουργώντας τέτοιο ερεθισμό στο αναπνευστικό τους σύστημα, να φέρουμε αναστάτωση τα πλεμόνια των εντίμων αυτών
κατοίκων της Κικεντόν;
— Τόσο το χειρότερο γι’ αυτούς, απάντησε ο δόκτωρ Οξ. Είναι για την πρόοδο της επιστήμης! Τι θα ’λεγες αν τα σκυλιά ή τα
βατράχια αρνούνταν να υποβληθούν σε πειράματα ζωοτομίας;
Είναι πιθανόν πως αν ρωτούσαν τα βατράχια και τα σκυλιά,
τα ζώα αυτά θα είχαν μερικές αντιρρήσεις προκειμένου να χρησιμοποιηθούν απ’ τους ανατόμους για πειραματόζωα. Ο δόκτωρ
Οξ πίστευε, όμως, πως είχε βρει ένα ακαταμάχητο επιχείρημα,
γιατί φάνηκε απόλυτα ικανοποιημένος!
— Στο κάτω-κάτω της γραφής, δάσκαλε, έχετε δίκιο, απάντησε ο βοηθός του με πεποίθηση. Καλύτερους για τα πειράματά
μας δεν μπορούσαμε να βρούμε από αυτούς τους Κικεντονέζους.
— Ήταν οι πιο κατάλληλοι, είπε ο δόκτωρ Οξ, τονίζοντας κάθε συλλαβή.
— Τους σφυγμομετρήσατε;
— Εκατό φορές.
— Και τι μέσον όρο βρήκατε;
— Ούτε πενήντα σφυγμούς το λεπτό. Βάλε το αυτό καλά στο
μυαλό σου: μια πόλη όπου, μέσα σ’ έναν ολάκερο αιώνα, δεν
συμβαίνει η παραμικρή συζήτηση, όπου οι καροτσιέρηδες δεν
βλαστημούν, όπου οι αμαξάδες δεν σκυλοβρίζονται μεταξύ τους,
όπου τ’ άλογα δεν αφηνιάζουν, όπου τα σκυλιά δεν δαγκώνουν,
όπου οι γάτες δεν γρατζουνούν!… Μια πόλη που το πταισματοδικείο της χάβει μύγες όλο το χρόνο!… Μια πόλη όπου κανείς
δεν ενδιαφέρεται για τίποτα, ούτε για την καλλιτεχνία ούτε για
τις επιχειρήσεις!… Μια πόλη όπου οι χωροφύλακες δεν σημείωσαν ούτε μια παράβαση εκατό ολάκερα χρόνια!… Μια πόλη, κο[18]
ΔΟΚΤΩΡ ΟΞ
ντολογίς, όπου τρεις ολάκερους αιώνες δεν έγινε η παραμικρή
φιλονικία, όπου κανείς ποτέ δεν σήκωσε το χέρι του να κοπανίσει μια γροθιά ή ν’ αστράψει ένα σκαμπίλι! Καταλαβαίνεις πολύ
καλά, αγαπητέ μου Υγόνε, πως ως εδώ και μη παρέκει! Ήρθε η
ώρα να τ’ αλλάξουμε όλ’ αυτά!
— Λαμπρά! λαμπρά! απάντησε ενθουσιασμένος ο βοηθός.
Και τον αέρα της πόλης, τον αναλύσατε, δάσκαλε;
— Ακούς εκεί! Εβδομήντα εννιά μέρη αζώτου και είκοσι ένα
μέρη οξυγόνου, ανθρακικού οξέος και υδρατμών σε μεταβλητή
ποσότητα. Είναι οι συνηθισμένες αναλογίες.
— Καλά, δάσκαλε, πολύ καλά, το πείραμα θα εκτελεσθεί σε
μεγάλη κλίμακα, και θα βγει αποτελεσματικό.
— Κι αν βγει αποτελεσματικό, πρόσθεσε ο δόκτωρ Οξ με
θριαμβευτικό ύφος, θα αναπλάσουμε τον κόσμο!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Επίσκεψη του δημάρχου και του συμβούλου στο δόκτορα Οξ
Ο Νικλάους κι ο βαν Τρικάς, πέρασαν για πρώτη φορά στη
ζωή τους μια ταραγμένη νύχτα. Το σοβαρό επεισόδιο που είχε
γίνει στο σπίτι του δόκτορα Οξ τους κράτησε άγρυπνους πολλές
ώρες. Τι επακόλουθα άραγε θα είχε αυτή η φιλονικία; Δεν μπορούσαν να το φαντασθούν. Μήπως έπρεπε ν’ αποφασίσουν κάτι;
Άραγε η δημοτική αρχή που αντιπροσώπευαν είχε την υποχρέωση να επέμβει; Μη τυχόν κι έπρεπε να λάβουν μέτρα για να
μην επαναληφθεί ένα τέτοιο σκάνδαλο;
Όλες αυτές οι αμφιβολίες ήταν επόμενο ν’ αναστατώσουν
τους αναποφάσιστους αυτούς ανθρώπους. Γι’ αυτό, το προηγούμενο βράδυ, προτού αποχωριστούν, οι δύο πρόκριτοι είχαν
«αποφασίσει» να ξανασυναντηθούν την άλλη μέρα.
[19]
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
Κι έτσι, πριν το μεσημέρι, ο βαν Τρικάς τράβηξε για το σπίτι
του συμβούλου. Βρήκε το φίλο του πιο ήρεμο. Κι ο ίδιος είχε
ξαναβρεί την απάθειά του.
— Έχουμε τίποτα νέο; ρώτησε ο δήμαρχος.
— Τίποτα καινούργιο από χτες, απάντησε ο Νικλάους.
— Κι ο γιατρός Ντομινίκ Κουστός;
— Ούτε γι’ αυτόν έμαθα τίποτα ούτε για το δικηγόρο Αντρέ
Σιούτ.
Αφού μίλησαν ολόκληρη ώρα αναμασώντας τα ίδια και τα
ίδια, με μεγάλες διακοπές κάθε τόσο, ο σύμβουλος κι ο δήμαρχος είχαν αποφασίσει να επισκεφθούν το δόκτορα Οξ, για να
ψαρέψουν με τρόπο μερικές πληροφορίες.
Αντίθετα με τη συνήθειά τους, οι δυο πρόκριτοι αποφάσισαν
ν’ αναπτύξουν αμέσως δράση. Τράβηξαν κατευθείαν για το εργοστάσιο του δόκτορα Οξ, που βρισκόταν έξω από την πύλη της
Οντενάρντ – εκεί που ο πύργος κινδύνευε να γκρεμιστεί.
Ο δήμαρχος με το σύμβουλο προχωρούσαν με αργά, επίσημα βήματα – όπως κάνουν συνήθως τα «κοράκια» στην κηδεία.
Έτσι άλλωστε βάδιζαν ανέκαθεν οι δημότες τους, και δεν είχε
ιδωθεί ποτέ κανένας να τρέχει στους δρόμους της Κικεντόν.
Κάπου-κάπου, σε κανένα ήσυχο κι αθόρυβο σταυροδρόμι, οι
δυο πρόκριτοι σταματούσαν για να χαιρετίσουν τους δημότες.
— Καλημέρα, κύριε δήμαρχε.
— Καλημέρα, αγαπητέ.
— Τίποτα καινούργιο, κύριε σύμβουλε;
— Τίποτα καινούργιο.
Από την έκπληξη, όμως, που έδειχναν μερικοί από αυτούς,
καθώς κι από τις ερωτηματικές τους ματιές, ήταν φανερό πως το
χτεσινό επεισόδιο είχε μαθευτεί στην πόλη. Κι η διαδρομή, άλλωστε, που ακολουθούσαν οι δυο πρόκριτοι, ήταν πρόσθετη
απόδειξη πως ο δήμαρχος πήγαινε να εκτελέσει κάποια σοβαρή
αποστολή.
Το επεισόδιο Κουστός-Σιούτ είχε εξάψει τα πνεύματα, μα
κανείς ακόμα δεν λάβαινε το μέρος του ενός ή του αλλουνού.
[20]
ΔΟΚΤΩΡ ΟΞ
Γιατί, το κάτω-κάτω της γραφής, κι ο δικηγόρος κι ο γιατρός ήταν
πρόσωπα που εκτιμούσαν οι Κικεντονέζοι. Ο δικηγόρος Σιούτ, μη
έχοντας ποτέ την ευκαιρία να συνηγορήσει σε μια πόλη, όπου
δικηγόροι και κλητήρες ήταν ολωσδιόλου άνεργοι, και διατηρούνταν μόνο και μόνο για να μην ξεχασθεί το επάγγελμα, δεν
είχε χάσει, φυσικά, ποτέ καμιά δίκη. Όσο για τον Κουστός, ήταν
ένας έντιμος γιατρός που, όπως όλοι οι συνάδελφοί του, θεράπευε τους αρρώστους από όλες τις ασθένειες, εξόν από εκείνη
που τους οδηγούσε στην αιωνία ζωή. Αυτή είναι πολύ κακή συνήθεια που, δυστυχώς, την έχουν όλοι οι θεράποντες, σε όλα τα
μέρη του κόσμου.
Φτάνοντας μπροστά στην πύλη της Οντενάρντ, ο σύμβουλος
με το δήμαρχο λοξοδρόμησαν λιγάκι για να μην περάσουν μέσα
σε «ακτίνα γκρεμίσματος» του πύργου, κι ύστερα τον μελέτησαν
προσεκτικά.
— Θαρρώ πως θα γκρεμιστεί, είπε ο βαν Τρικάς.
— Κι εγώ το πιστεύω, απάντησε ο Νικλάους.
— Εξόν αν τον υποστυλώσουμε, πρόσθεσε ο δήμαρχος.
Πρέπει, όμως, να τον υποστυλώσουμε; Αυτό είναι το ερώτημα.
— Πραγματικά, αυτό είναι το ερώτημα, απάντησε ο σύμβουλος.
Ύστερ’ από λίγα λεπτά, παρουσιάζονταν στην πόρτα του εργοστασίου.
— Μπορεί να μας δεχτεί ο δόκτωρ Οξ; ρώτησαν.
Στη στιγμή τους έμπασαν στο εργοστάσιο του διασήμου φυσικού επιστήμονος.
Περίμεναν μια ώρα πάνω-κάτω, ώσπου να κάνει την εμφάνισή του ο δόκτωρ Οξ. Και για πρώτη φορά στη ζωή τους οι δυο
απαθείς πρόκριτοι έδειξαν κάποια ανυπομονησία.
Επιτέλους, φάνηκε ο δόκτωρ και ζήτησε συγγνώμην γιατί τον
είχαν καθυστερήσει κάτι μικροεπισκευές μηχανημάτων.
Όλα, όμως, πήγαιναν ρολόι! Οι σωλήνες του οξυγόνου είχαν
μπει κιόλας στη θέση τους. Σ’ ένα-δυο μήνες το πολύ, η πόλη
ολάκερη θ’ άστραφτε από έναν υπέροχο φωτισμό. Οι δυο πρό[21]
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
κριτοι μπορούσαν από τώρα να δουν τα μπεκ που λειτουργούσαν στο εργαστήριο.
Ύστερα, ο δόκτωρ Οξ ρώτησε για την αιτία της επισκέψεως
του δημάρχου και του συμβούλου, που θεωρούσε μεγάλη τιμή
γι’ αυτόν.
— Ήρθαμε να σας δούμε, δόκτωρ, να σας δούμε μονάχα,
απάντησε ο βαν Τρικάς. Πολύν καιρό μας λείψατε. Ξέρετε, δεν
πάμε συχνά επισκέψεις στην Κικεντόν. Σε μας όλα γίνονται με
μέτρο, κι οι μετακινήσεις μας, και τα διαβήματά μας. Είμαστε
ευτυχισμένοι όταν δεν συμβαίνει κάτι που ν’ αλλάξει τον ήσυχο
ρυθμό της ζωής μας…
Ο Νικλάους κοίταζε το φίλο του. Ποτέ ο δήμαρχος δεν είχε
πει τόσα πολλά – χωρίς τουλάχιστον να σταματήσει την ομιλία
του με πεντέξι διακοπές διαρκείας αρκετών λεπτών. Του φαινόταν πως ο βαν Τρικάς μιλούσε με μια ολωσδιόλου ασυνήθιστη
ευφράδεια. Κι ο ίδιος ο Νικλάους ένιωθε μια ζωηρή επιθυμία να
μιλήσει.
Όσο για το δόκτορα Οξ, κοίταζε προσεκτικά το δήμαρχο με
την πονηρή ματιά του.
Ο βαν Τρικάς, που δεν συζητούσε ποτέ πριν θρονιαστεί αναπαυτικά σε μια πολυθρόνα, τούτη τη φορά ήταν όρθιος. Ποιος
ξέρει από τι λογής νευρική υπερένταση είχε καταληφθεί, που
δεν χειρονομούσε, μα δεν θ’ αργούσε να φτάσει ως εκεί. Όσο για
το σύμβουλο, έτριβε τα γόνατά του κι ανάσαινε αργά με βαθιές
εισπνοές. Η ματιά του ζωήρευε σιγά-σιγά, κι ήταν αποφασισμένος να υποστηρίξει οπωσδήποτε τον πιστό φίλο του βαν Τρικάς.
Ο δήμαρχος προχώρησε μερικά βήματα και στάθηκε μπροστά στο δόκτορα Οξ.
— Και σε πόσους μήνες, ρώτησε με πιο ζωηρό ύφος, σε πόσους μήνες, θα ’χουν τελειώσει οι ετοιμασίες σας;
— Σε τρεις-τέσσερις μήνες, κύριε δήμαρχε.
— Πάει πολύ, δόκτωρ Οξ, τρεις-τέσσερις μήνες! πρόσθεσε ο
Νικλάους, που είχε σηκωθεί κι αυτός, σαν να ’νιώθε βελόνες στο
κάθισμά του.
[22]
ΔΟΚΤΩΡ ΟΞ
— Είναι απαραίτητο αυτό το χρονικό διάστημα για να συμπληρωθεί όλο το έργο μου, απάντησε ο δόκτωρ. Οι εργάτες της
Κικεντόν, που διαλέξαμε, είναι αρκετά αργοκίνητοι.
— Τι έκανε λέει; Αργοκίνητοι οι εργάτες μας! φώναξε ο δήμαρχος, σαν να έπαιρνε τα λόγια του δόκτορα για προσωπική
προσβολή.
Ο δόκτωρ Οξ, όμως, επέμεινε:
— Ένας Γάλλος εργάτης θα ’κανε σε μια μέρα τη δουλειά του
που δεν κάνουν πέντε δικοί σας, κύριε δήμαρχε, σαν καθαρόαιμοι Φλαμανδοί!
— Φλαμανδοί! φώναξε ο σύμβουλος Νικλάους, σφίγγοντας
τις γροθιές του. Ποιο νόημα δίνετε, κύριε, σ’ αυτή τη λέξη;
— Μα… το πιο αγαθό… αυτό που της δίνει όλος ο κόσμος,
απάντησε χαμογελώντας ο δόκτωρ.
— Ως εδώ και μη παρέκει, κύριε! είπε ο δήμαρχος, σουλατσάροντας νευρικά, δεν μ’ αρέσουν αυτά τα υπονοούμενα! Οι
εργάτες της Κικεντόν είναι δουλευτάδες, όσο κι όλοι οι άλλοι
εργάτες του κόσμου, κι ούτε στο Παρίσι, ούτε στο Λονδίνο, δεν
μπορείτε να βρείτε καλύτερους! Όσο για τα έργα που αναλάβατε, σας παρακαλώ να τα τελειώσετε το γρηγορότερο. Έχουμε τόσους δρόμους γεμάτους λάκκους για την τοποθέτηση των σωλήνων σας διοχετεύσεως, που εμποδίζουν την κυκλοφορία. Θα
ζημιωθεί το εμπόριο κι εγώ, σαν υπεύθυνος δήμαρχος, δεν εννοώ να εκτεθώ στ’ απόλυτα δικαιολογημένα παράπονα των δημοτών μου!
Μπράβο του δημάρχου! Είχε μιλήσει για εμπόριο, για κυκλοφορία, κι αυτές οι λέξεις που του ήταν ασυνήθιστες, δεν τον
ξένισαν καθόλου! Στ’ αληθινά, τι να είχε πάθει άραγε;
— Άλλωστε, πρόσθεσε ο Νικλάους, η πόλη δεν μπορεί να
μείνει τόσον καιρό χωρίς φωτισμό.
— Κι όμως, είπε ο δόκτωρ Οξ, μια πόλη που περίμενε οκτακόσια ως εννιακόσια χρόνια…
— Ένας λόγος παραπάνω, κύριε, απάντησε ο δήμαρχος, τονίζοντας μια-μια τις λέξεις. Αλλάξαν οι καιροί! Η πρόοδος προ[23]
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
χωρεί κι εμείς δεν εννοούμε να θεωρηθούμε οπισθοδρομικοί!
Μέσα σ’ ένα μήνα πρέπει να φωτισθούν οι δρόμοι μας, αλλιώτικα θα πληρώσετε μεγάλη αποζημίωση για κάθε μέρα καθυστερήσεως! Λογαριάζετε τι μπορεί να συμβεί αν αρπαχτούν δυο
άτομα στα σκοτεινά;
— Μην ξεχνάτε, φώναξε ο Νικλάους, πως μια σπίθα είναι
αρκετή για να πάρει φωτιά ο Φλαμανδός! Φλαμανδός ίσον
φλόγα!
— Εδώ που τα λέμε, είπε ο δήμαρχος διακόπτοντας το σύμβουλο, μας ανέφερε ο Αστυνομικός Διευθυντής μας Πασώφ, πως
μια ζωηρή συζήτηση έγινε χτες βράδυ στα σαλόνια σας, κύριε. Κι
αν δεν έκανε λάθος, επρόκειτο για μια πολιτική συζήτηση.
— Αυτό είν’ αλήθεια, κύριε δήμαρχε, απάντησε ο δόκτωρ Οξ,
προσπαθώντας να κρύψει την ικανοποίησή του.
— Φιλονίκησαν, νομίζω, ο γιατρός Ντομινίκ Κουστός με το
δικηγόρο Αντρέ Σιούτ;
— Μάλιστα, κύριε σύμβουλε, μα οι λέξεις που αντάλλαξαν
δεν είχαν τίποτα το προσβλητικό.
— Τίποτα το προσβλητικό, φώναξε ο δήμαρχος. Όταν ο ένας
λέει στον άλλο ότι «παρατράβηξε το σκοινί» και «να προσέχει τα
λόγια του»! Μα δεν έχετε αίμα στις φλέβες σας, κύριε; Δεν ξέρετε πως στην Κικεντόν μια τέτοια πρόκληση είναι αρκετή για να
οδηγήσει στο πεδίον της τιμής; Μάθετε, κύριε, πως αν εσείς ή
οποιοσδήποτε άλλος τολμούσε να μου μιλήσει έτσι…
— Και σε μένα το ίδιο! πρόσθεσε ο Νικλάους.
Και προφέροντας αυτά τα λόγια με απειλητικό ύφος, οι δυο
πρόκριτοι, με μαλλιά ορθωμένα σαν τους σκαντζόχοιρους, κοίταζαν κατάματα το δόκτορα Οξ, έτοιμοι ν’ αρπαχτούν μαζί του,
αν με μια χειρονομία του, ή μια ματιά του, φανέρωνε πως τολμούσε να μην παραδεχθεί τις απόψεις τους.
Ο δόκτωρ Οξ, όμως, τους άκουγε με απάθεια.
— Πάντως, κύριε, συνέχισε ο δήμαρχος, εννοώ να σας καταστήσω υπεύθυνο γι’ αυτά που συμβαίνουν στο σπίτι σας. Εμένα
βαρύνει η ευθύνη για την τήρηση της τάξεως και την ησυχία αυ[24]
ΔΟΚΤΩΡ ΟΞ
τής της πόλης και δεν εννοώ να σημειωθούν ταραχές. Αν επαναληφθούν τα χθεσινά λυπηρά γεγονότα, θα κάνω το καθήκον μου,
κύριε. Το ακούσατε, κύριε; Απαντήστε μου, κύριε!
Μιλώντας έτσι ο δήμαρχος, είχε κυριευθεί από ένα ζωηρό
ερεθισμό κι ύψωνε τη φωνή του στη διαπασών της οργής. Ήταν
αναμμένος ο αγαθός βαν Τρικάς, και σίγουρα θ’ ακούγονταν τα
ξεφωνητά του κι έξω από το εργαστήριο! Και καθώς ο δόκτωρ
Οξ, απαθέστατα, δεν απαντούσε στις προκλήσεις, μπαρουτιασμένος ο δήμαρχος είπε:
— Πάμε, Νικλάους!
Και βροντώντας πίσω τους την πόρτα, με τόσην ορμή, που
τράνταξε συθέμελα το εργαστήριο, βγήκαν!
Σιγά-σιγά, αφού προχώρησαν καμιά εικοσαριά βήματα στον
καθαρόν αέρα, οι δυο πρόκριτοι γαλήνεψαν. Άρχισαν να περπατούν πιο αργά, με πιο μετρημένες κινήσεις, τα πρόσωπά τους
από κατακόκκινα, πήραν ένα απαλό, ροδαλό χρώμα.
Κι ένα τέταρτο της ώρας ύστερα από την αναχώρησή τους, ο
βαν Τρικάς έλεγε με αγαθότητα στο Νικλάους:
— Τι ευχάριστος άνθρωπος, αυτός ο δόκτωρ Οξ! Πάντα θα
τον συναντώ με μεγάλη μου ευχαρίστηση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
Ειδύλλιο του Φραντς Νικλάους με τη Σούζη βαν Τρικάς
Καθώς ειπώθηκε, ο δήμαρχος είχε μια κόρη, τη Σούζη. Μα
δεν σας ανάφερα ως τώρα πως κι ο σύμβουλος Νικλάους είχε
ένα γιο, τον Φραντς. Κι ούτε έγινε λόγος για τον αρραβώνα τους.
Οι δυο νέοι ήταν πλασμένοι ο ένας για τον άλλο, και αγαπιόνταν
κατά το «αισθηματικό σύστημα» της Κικεντόν.
Μη σας περάσει από το νου πως τα «αισθηματικά χτυποκάρδια» δεν λειτουργούσαν στην απίθανη αυτή πολιτεία. Μόνο που
η λειτουργία τους ακολουθούσε το συνηθισμένο, αργό ρυθμό
[25]
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
που κυβερνούσε τα πάντα και τους πάντας στη μακάρια πόλη
της Φλάνδρας. Γάμοι γίνονταν κι εκεί, όπως παντού, αργά και με
το μαλακό, όμως. Οι μελλόνυμφοι προτού «αποφασίσουν» να
στέρξουν στα φοβερά αυτά δεσμά, θέλαν να μελετήσουν ένας
τον άλλο – κι η μελέτη αυτή διαρκούσε τουλάχιστον καμιά δεκαριά χρόνια, όση ήταν η διάρκεια των γυμνασιακών σπουδών. Κι
αυτή, το κάτω-κάτω της γραφής, ήταν μια σπουδή… που έπρεπε,
όμως, να γίνει χωρίς καμιά σπουδή! Σπάνιο πράγμα, η μελέτη
του γάμου να περιοριστεί στα εννιά χρόνια.
Ναι, δέκα χρόνια! Δέκα ολάκερα χρόνια ειδυλλιακής προετοιμασίας! Είναι, όμως, πολλά, όταν πρόκειται να ενωθεί ένα
ζευγάρι για όλη του τη ζωή; Μήπως δεν χρειάζεται κανείς δέκα
χρόνια εντατικής μελέτης για να γίνει μηχανικός ή γιατρός, δικηγόρος ή σύμβουλος;
Στη Κικεντόν, μόνο ένας γάμος είχε γίνει – πριν πενήντα χρόνια – με προετοιμασία δύο μόλις χρόνων… και παρά λίγο να πάει
στράφι!
Ο Φραντς Νικλάους αγαπούσε λοιπόν τη Σούζη βαν Τρικάς,
ήσυχα-ήσυχα, όμως, αφού το ειδύλλιο για να καταλήξει στην
ένωση έπρεπε να κρατήσει μια δεκαετία. Μια φορά τη βδομάδα,
και σε ορισμένη ώρα, ο Φραντς πήγαινε περίπατο με τη Σούζη
στις όχθες του Βάαρ. Έπαιρνε μαζί του και τα σύνεργα της ψαρικής κι η Σούζη το ερχόχειρό της, όπου κεντούσε πολύ όμορφα,
πολύχρωμα λουλούδια.
Ο Φραντς είκοσι δύο χρονών, με λίγο χνούδι στα μάγουλα,
που οδηγεί από την εφηβική στην ανδρική ηλικία.
Όσο για τη Σούζη, ήταν ξανθή και ροδομάγουλη. Ήταν δεκαεφτά χρονών και το ψάρεμα της κινούσε το ενδιαφέρον. Παράξενη απασχόληση να συναγωνίζεται κανείς σε πονηριά με το
ψαράκι. Εκείνο να ζητά να φάει το σκουληκάκι χωρίς να πιαστεί
– κι ο ψαράς να ζητά να πιάσει το ψάρι για να το φάει! Του
Φραντς του γούσταρε αυτό το σπορ. Γιατί ταίριαζε με την ιδιοσυγκρασία του. Χρειαζόταν υπομονή, να περιμένει ώρες ολόκληρες, ώσπου στο τέλος τον λυπόταν κανένα ψαράκι και προ[26]
ΔΟΚΤΩΡ ΟΞ
σφέρονταν θυσία στο αγκίστρι του, για να μη φύγει ο καημένος
με απογοήτευση! Τότε, ο Φραντς, ήταν ευτυχισμένος, μα ήξερε
να μη φανερώνει τη συγκίνησή του. Απάθεια, παντοτινά απάθεια! ήταν το οικόσημο της Κικεντόν.
Τη μέρα εκείνη, οι δυο μελλόνυμφοι ήταν καθισμένοι στην
καταπράσινη όχθη. Ο κρυστάλλινος Βάαρ ψιθύριζε κελαρυστά τα
τραγουδάκια του, κυλώντας στα πόδια τους. Η Σούζη μετρούσε
τις σταυροβελονιές του εργόχειρού της με νωχέλεια. Ο Φραντς
τραβούσε το καλαμίδι του από τ’ αριστερά στα δεξιά κι ύστερα
άφηνε το ρεύμα του ποταμού να το παρασύρει. Τα ψαράκια έστηναν τρελό χορό γύρω από το καμουφλαρισμένο αγκίστρι…
πάντως χωρίς καμιά διάθεση αυτοκτονίας.
Κι από καιρό σε καιρό:
— Θαρρώ πως τσιμπά, Σούζη, έλεγε ο Φραντς, χωρίς να ρίξει
ούτε μια ματιά στο κορίτσι.
— Στ’ αλήθεια, Φραντς; απαντούσε η Σούζη, που παρατούσε
για μια στιγμή το κέντημά της και παρακολουθούσε με συγκίνηση το καλαμίδι του αρραβωνιαστικού της.
— Όχι, λάθος έκανα, έλεγε σε λίγο ο νέος. Δεν τσίμπησε.
— Θα τσιμπήσει, Φραντς, απαντούσε η Σούζη με τη γλυκιά
της φωνή. Μην παραλείψεις μόνο να το τραβήξεις αμέσως! Πάντα καθυστερείς μερικά δευτερόλεπτα και το ψαράκι ξεφεύγει.
— Πιάνεις εσύ το καλαμίδι για λίγο, Σούζη;
— Πολύ ευχαρίστως, Φραντς.
— Δώσε μου το εργόχειρό σου. Θα δούμε αν τα καταφέρνω
καλύτερα στο κέντημα.
Κι η Σούζη έπιανε το καλαμίδι, ενώ ο νέος περνούσε τη βελόνα στον καμβά του εργοχείρου. Κι ώρες ολόκληρες έλεγαν
γλυκόλογα κι οι καρδιές τους χτυπούσαν δυνατά όταν έβλεπαν
το φελλό της ορμιάς να τρεμουλιάζει πάνω στο νερό. Πώς να ξεχάσουν αυτές τις υπέροχες ώρες που καθισμένοι κοντά-κοντά,
άκουγαν το φλοίσβισμα του ποταμού;
Εκείνη τη μέρα, ως το σούρουπο, παρ’ όλο το συνδυασμό
αλιευτικών ταλέντων της Σούζη και του Φραντς, κανένα ψαράκι
[27]
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
δεν είχε τσιμπήσει. Φαίνεται πως οι κάτοικοι του βυθού προτιμούσαν να πεθάνουν φυσιολογικά και στην ώρα τους, παρά να
καταλήξουν πρόωρα στο στομάχι ερασιτεχνών ψαράδων.
— Άλλη φορά θα ’μαστέ πιο τυχεροί, Φραντς, είπε η Σούζη,
αφού είδε τον αρραβωνιαστικό της να μαζεύει τα σύνεργά του.
— Ας το ελπίσουμε, Σούζη, απάντησε ο Φραντς.
Κι ο ένας κοντά στον άλλο πήραν το δρόμο του γυρισμού,
χωρίς λέξη.
Φτάνοντας στο σπίτι του δημάρχου, τη στιγμή που θα ’νοιγε
η εξώπορτα, ο Φραντς θεώρησε καθήκον του να πει στην αρραβωνιαστικιά του:
— Ξέρεις, Σούζη, η μεγάλη μέρα πλησιάζει…
— Ναι, στ’ αλήθεια, πλησιάζει, Φραντς! έκανε εκείνη χαμηλοβλεπούσα.
— Σε πεντέξι χρόνια, αν θέλει ο Θεός, συνέχισε ο Φραντς.
— Καλή αντάμωση, Φραντς, είπε η Σούζη. Και να δώσει ο
Θεός…
— Καλή αντάμωση, Σούζη.
Κι αφού έκλεισε η εξώπορτα, ο νέος προχώρησε με αργό,
μετρημένο βήμα, προς το σπίτι του Νικλάους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
Μουσικο-φωνητικό πανδαιμόνιο
Η βαθιά συγκίνηση που προκάλεσε το επεισόδιο
Σιούτ-Κουστός, είχε κατευνασθεί. Η μονομαχία δεν έγινε. Κι έτσι
μπορούσαν οι Κικεντονέζοι να χαρούν και πάλι τη συνηθισμένη
τους απάθεια, που ένα ανεξήγητο γεγονός την είχε ταράξει για
λίγο – σαν βοτσαλάκι στα ήσυχα νερά μιας λίμνης.
Ωστόσο, η τοποθέτηση των σωλήνων, που θα διοχέτευαν το
διοξυδρικό αέριο στα κυριότερα κτίρια της πόλης, συνεχιζόταν
γρήγορα, κάτω από το πλακόστρωτο της Κικεντόν. Έλειπαν μόνο
[28]
ΔΟΚΤΩΡ ΟΞ
τα μπεκ, γιατί ήταν δύσκολη η κατασκευή τους κι είχαν παραγγελθεί στο εξωτερικό.
— Τι έκανε λέει; Αργοκίνητοι οι εργάτες μας! (σελ. 23)
[29]
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
Ο δόκτωρ Οξ με το βοηθό του Υγόνο δεν ξεκουράζονταν καθόλου: παρακινούσαν τους εργάτες να συναγωνίζονται σε γρηγοράδα, συμπλήρωναν τα λεπτά όργανα του αεριομέτρου, τροφοδοτούσαν μερόνυχτα τις τεράστιες στήλες που ανάλυαν το
νερό υπό την επήρεια του δυνατού ηλεκτρικού ρεύματος. Ναι. Ο
δόκτωρ ετοίμαζε κιόλας το αέριό του, αν και δεν είχε ολοκληρωθεί ακόμα η σωλήνωση. Αυτό βέβαια ήταν κάπως παράξενο.
Σε λίγο, όμως, υπήρχαν ελπίδες να γίνουν πανηγυρικά εγκαίνια
του καινούργιου φωτισμού στο θέατρο της πόλης.
Γιατί η Κικεντόν είχε ένα μεγάλο θέατρο που η εσωτερική κι
εξωτερική του διαρρύθμιση θύμιζαν… όλους μαζί τους ρυθμούς!
Ήταν βυζαντινό, ρωμανικό, γοτθικό, Αναγεννήσεως, με πόρτες
αψιδωτές, με θολωτά παράθυρα, με λογιών-λογιών διακοσμήσεις. Αυτό το ανακάτεμα των ρυθμών εξηγείται εύκολα: Το θεμέλιο λίθο του θεάτρου είχε τοποθετήσει ο δήμαρχος Λούντβιχ
βαν Τρικάς το 1175 – και το αποτελείωσε μόλις… το 1837 ο δήμαρχος Ναταλίς βαν Τρικάς! Εφ’ όσον χρειάστηκαν 700 χρόνια
για να το αποτελειώσουν, ήταν φυσικό, στο αναμεταξύ, οι διάφοροι αρχιτέκτονες να το είχαν συνεχίσει με τους ρυθμούς της
εποχής των. Αδιάφορο! Θόλοι βυζαντινοί και ρωμανικά περιστύλια θα φάνταζαν με ίση μεγαλοπρέπεια, μόλις εγκαινιαζόταν ο
καινούργιος φωτισμός.
Στο θέατρο της Κικεντόν παίζονταν λίγ’ απ’ όλα, προ παντός
όμως μελοδράματα κι οπερά-κωμίκ. Άσχετα αν οι συνθέτες δεν
θα ήταν ποτέ δυνατόν ν’ αναγνωρίσουν τα έργα τους, γιατί οι
«σκηνικές κινήσεις» τους ήταν αλλαγμένες, ακολουθώντας πιστά
το βραδύ, αργοσάλευτο ρυθμό της ζωής των Κικεντονέζων. Οι
πόρτες του θεάτρου, που άνοιγαν συνήθως στις τέσσερις το απόγευμα, έκλειναν στις έξι το βράδυ και σ’ αυτό το διάστημα
μόλις και μετά βίας τελειώνανε δυο πράξεις! Για να φέρουμε ένα
παράδειγμα: ο «Ροβέρτος ο Διάβολος», «οι Ουγενότοι» ή ο
«Γουλιέλμος Τέλλος» παίζονταν, κάθε έργο χωριστά, σε τρεις
βραδιές… με δόσεις, σαν να λέμε! Σιγά-σιγά και με το μαλακό,
όπως έχει ειπωθεί. Τα βιβάτσε και τα αλλέγκρο αντί να εκτελε[30]
ΔΟΚΤΩΡ ΟΞ
σθούν με το γοργό, ζωηρό ρυθμό που ήταν γραμμένα, παίζονταν
πολύ αργά, σαν… αντάτζιο! Οι πιο γρήγοροι λαρυγγισμοί, που
εκτελούνταν σύμφωνα με τον Κικεντονέζικο ρυθμό, έπαιρναν τη
μορφή… βυζαντινής ψαλμωδίας! Οι τρίλλιες, ατονούσαν κι αποχαυνώνονταν… για να μη στενοχωρήσουν τα ευαίσθητα αυτιά
των ντιλετάντι! Η γρήγορη άρια του «Κουρέα της Σεβίλλης» διαρκούσε… πενήντα οκτώ λεπτά, και πάλι καλά, γιατί ο εκτελεστής της είχε τη φήμη… του πιο γρήγορου από όλους τους λυρικούς καλλιτέχνες της Κικεντόν!
Φυσικά, οι ξένοι καλλιτέχνες που κάθε τόσο έρχονταν από το
εξωτερικό, είχαν αναγκαστεί να υποταχθούν στο γενικό νόμο.
Μα δεν τους ένοιαζε, γιατί η αμοιβή τους ήταν καλή… κι υπάκουαν στη μπαγκέτα του μαέστρου, όσο αργή κι αν ήταν.
Οι καλλιτέχνες αυτοί συνήθιζαν να κλείνουν συμβόλαιο με το
διευθυντή του θεάτρου της Κικεντόν όταν ήθελαν να ξεκουραστούν από τις πολλές σκηνές. Είναι φυσικά μεγάλη ξεκούραση
όταν ένα ολόκληρο έργο που το έπαιζαν στ’ άλλα θέατρα σε μια
βραδιά… στην Κικεντόν το χώριζαν σε τρεις βραδιές!
Καμιά φορά, όμως, λογαριάζει κανείς… χωρίς τον ξενοδόχο!
Δεκαπέντε μέρες ύστερα από το επεισόδιο Σιούτ-Κουστός,
ένα καινούργιο περιστατικό ήρθε να αναστατώσει ξανά τους Κικεντονέζους.
Ήταν Σάββατο, μέρα παραστάσεως του μελοδράματος. Ακόμα δεν είχε ορισθεί μέρα εγκαινίων του καινούργιου φωτισμού.
Οι σωλήνες διοχετεύσεως του αερίου είχαν κιόλας τοποθετηθεί
στο θέατρο, τα μπεκ δεν είχαν όμως μπει ακόμα στη θέση τους.
Κι έτσι τα κεριά του πολύφωτου έριχναν ένα απαλό φως πάνω
στους θεατές που είχαν μπει στο θέατρο. Το κοινό άρχισε να
καταφθάνει από τις μιάμιση και στις τρεις η πλατεία ήταν μισογεμάτη. Σίγουρα, ως την ώρα της ενάρξεως, θα έκανε «πιένα» το
θέατρο.
— Θα πάτε απόψε στο θέατρο; είχε ρωτήσει το πρωί ο Νικλάους το δήμαρχο.
[31]
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
— Δεν θα λείψω, είχε απαντήσει ο βαν Τρικάς, και θα συνοδεύσω την κυρία βαν Τρικάς και τη Σούζη, που ξετρελαίνονται ν’
ακούν ωραία μουσική!
— Ώστε θα ’ρθει σίγουρα η δεσποινίς Σούζη;
— Βεβαιότατα, Νικλάους.
— Τότε ο Φραντς δεν θα χάσει την ευκαιρία να τη δει στην
παράσταση.
— Πολύ ζωηρός νέος, Νικλάους, απάντησε με στόμφο ο δήμαρχος, σωστή φλόγα! Πρέπει να έχετε το μάτι σας πάνω του.
— Αγαπά, βαν Τρικάς, τη χαριτωμένη σας Σούζη!
— Ε λοιπόν, θα την πάρει γυναίκα του. Εφ’ όσον συμφωνήσαμε το γάμο τους, δεν πρέπει ν’ απαιτεί και τον ουρανό με τ’
άστρα!
— Μα δεν ζητά τίποτα, βαν Τρικάς, το παιδάκι μου! Μόνο θα
φροντίσει να εξασφαλίσει θέση στο θέατρο…
— Αχ! τι φλόγα κι ορμή που έχουν τα νιάτα! τον διέκοψε ο
δήμαρχος. Κι εμείς τα ζήσαμε έτσι έναν καιρό, άξιε σύμβουλέ
μου! Αγαπήσαμε κι εμείς! Κι εμείς σταθήκαμε στην ουρά, στο
ταμείο του θεάτρου! Απόψε λοιπόν! Ξέρετε τι μεγάλος καλλιτέχνης είναι ο Φιοραβάντι; Και τι υποδοχή του κάνανε στην πόλη
μας! Τα χειροκροτήματα της Κικεντόν θα του μείνουν αξέχαστα!
Στ’ αλήθεια, ο διάσημος τενόρος του μελοδράματος Φιοραβάντι, με τη δεξιοτεχνία του, με το τέλειο παίξιμό του και τη συμπαθητική φωνή του, είχε γίνει, σιγά-σιγά και με το μαλακό, εννοείται, το είδωλο των Κικεντονέζων.
Τρεις ολάκερες εβδομάδες, ο Φιοραβάντι είχε γνωρίσει θρίαμβο άνευ προηγουμένου στην όπερα «Ουγενότοι». Η πρώτη
πράξη, για να ερμηνευθεί σύμφωνα με τα γούστα των Κικεντονέζων, είχε κρατήσει ολάκερη βραδιά, την πρώτη εβδομάδα του
μηνός. Άλλη βραδιά της δεύτερης εβδομάδος, που μάκραινε με
ατέλειωτα αντάντε, είχε κάνει να σείεται συθέμελα το θέατρο
απ’ τις ζητωκραυγές! Η τρίτη πράξη σημείωσε ακόμα πιο μεγάλη
επιτυχία.
[32]
ΔΟΚΤΩΡ ΟΞ
Και τώρα, είχε φθάσει η ονειρεμένη, αποθεωτική βραδιά!
Στην τετάρτη πράξη, το ανυπόμονο θεατρόφιλο κοινό θα ’κουγε
το περίφημο «ντου» του Ραούλ με τη Βαλεντίνη, αυτόν τον ερωτικό ύμνο, όπου οι δυο γλυκές φωνές θα παρατραβούσαν σε
μάκρος, – ας είναι καλά εκείνοι που πληρώνουν! – τα κρεσέντο
και τα στριγκέντο, όλα τραγουδημένα αργά, ροχατλίδικα, ατέλειωτα! Τι γοητεία!
Γι’ αυτό, στις τέσσερις ακριβώς, δεν έπεφτε βελόνα στην
πλατεία και στα θεωρεία. Στα θεωρεία του προσκηνίου, είχαν
στρωθεί αναπαυτικά ο δήμαρχος κι η κυρία βαν Τρικάς, η Σούζη
κι η «Τσατσαχερμάνς» λίγο παρακάτω ο Νικλάους με την οικογένειά του, και τον ερωτευμένο Φραντς, φυσικά.
Διακρίνονταν κι οικογένειες: του γιατρού Κουστός, του δικηγόρου Σιούτ, του αρχιδικαστού Ονερέ Σεντάξ, του ασφαλιστού
Νορμπέρ Σουτμάν, του μεγαλοτραπεζίτη Κολλαέρτ, του φοροεισπράκτορος Ρουπ, του διευθυντού της Ακαδημίας Ζερόμ Ρες, του
διευθυντού της αστυνομίας Πασώφ, και πολλών προσωπικοτήτων που δεν επιτρέπει ο χώρος να αναφερθούν ένα-ένα τα ονόματά τους.
Σύμφωνα με παλιά τους συνήθεια, περιμένοντας ν’ ανοίξει η
αυλαία, οι Κικεντονέζοι κάθονταν ήσυχοι, άλλοι διάβαζαν την
εφημερίδα τους, άλλοι κουβέντιαζαν σιγανά, άλλοι πήγαιναν
αθόρυβα στις θέσεις τους, χωρίς την παραμικρή βιασύνη, ρίχνοντας μιαν ανέκφραστη ματιά στις λογιών-λογιών καλλονές που
στόλιζαν τα θεωρεία.
Το βράδυ εκείνο, όμως, πριν αρχίσει η παράσταση, μια ασυνήθιστη ταραχή βασίλευε στην πλατεία του θεάτρου. Άνθρωποι
που δεν κινούνταν ποτέ, δεν έπαυαν να κινούνται ζωηρά. Οι βεντάλιες των κυριών φτεροκοπούσαν με ασυνήθιστη γρηγοράδα.
Ένας αέρας πιο ζωογόνος φαινόταν να ’χει εισβάλει στα στήθη
όλων. Ανάσαιναν πιο πλούσια, πιο βαθιά. Κάτι μάτια άστραφταν
σαν τις λάμψεις του πολύφωτου, που έριχναν ολόγυρα μιαν ασυνήθιστη ακτινοβολία. Στ’ αλήθεια, όλα φαίνονταν πιο φωτεινά, αν και δεν είχε δυναμώσει ο φωτισμός. Φαντασθείτε τι θα
[33]
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
γινόταν αν είχαν λειτουργήσει οι καινούργιες συσκευές του δόκτορα Οξ! Μα δεν ήταν ακόμα έτοιμες.
Επιτέλους! Η ορχήστρα είναι έτοιμη. Το πρώτο βιολί παίρνει
βόλτα τα αναλόγια των μουσικών για να συντονίσει τους συναδέλφους του δίνοντάς τους το λα! Τα έγχορδα, τα πνευστά και τα
κρουστά τώρα έχουν συντονισθεί. Ο διευθυντής της ορχήστρας
περιμένει το πρώτο κουδούνι για την έναρξη.
Χτυπά το κουδούνι! Αρχίζει η τετάρτη πράξη. Το αλλέγκρο
αππασιονάτο του διαλείμματος παίζεται – όπως συνήθως – αργά, με το μαλακό, κοντολογίς σαν αντάντε μαεστόζο… που αν το
άκουγε ο μακαρίτης συνθέτης του Μέγιερμπηρ… θα έτριζαν τα
κόκαλά του μέσα στον τάφο! Οι ντιλετάντι όμως Κικεντονέζοι
απολαμβάνουν αυτή την πανδαισία του αργού ρυθμού!
Σε λίγο, αναστάτωση: ο μαέστρος δεν κυριαρχεί πια στη
διεύθυνση της ορχήστρας! Δυσκολεύεται να συγκρατήσει τους
μουσικούς, που είναι συνήθως τόσο πειθαρχημένοι, τόσο ήρεμοι! Τα πνευστά δείχνουν τάσεις να εκτελέσουν πιο βιαστικά τις
νότες τους, πρέπει να τα φρενάρει με επιβλητική χειρονομία,
γιατί αν τραβήξουν μπρος και ξεπεράσουν τα έγχορδα, θα δημιουργηθεί κομφούζιο, που μπορεί να εξελιχθεί σε πανδαιμόνιο!
Η Βαλεντίνη έχει αρχίσει το ρετσιτατίβο της:
«Είμαι μόνη σπίτι μου…»
Με τι γρήγορο ρυθμό, όμως! Ο μαέστρος κι οι μουσικοί βάζουν τα δυνατά τους για να την ακομπανιάρουν – θέλοντας και
μη! Όταν ο Ραούλ φαίνεται στην πόρτα του βάθους, ανάμεσα
στη στιγμή που η Βαλεντίνη προχωρεί προς το μέρος του, ώσπου
να τον κρύψει στο διπλανό δωμάτιο, δεν περνά ούτ’ ένα τέταρτο
της ώρας – ενώ κατά παράδοση, στο θέατρο της Κικεντόν, το ρετσιτατίβο αυτό διαρκούσε ακριβώς τριάντα εφτά λεπτά!
Ο Σαιν-Μπρι, ο Νεβέρ, ο Καβάν κι οι καθολικοί άρχοντες
μπαίνουν στην σκηνή, ίσως κάπως βιαστικά. Την ώρα της συνωμοσίας και της ευλογίας των εγχειριδίων, όλα εξελίσσονται – όχι
με στόμφο, όπως ορίζει το κείμενο, αλλά – καταρρακτωδώς!
Τραγουδιστοί και μουσικοί… κοιτάζουν να ξεπεράσει ο ένας τον
[34]
ΔΟΚΤΩΡ ΟΞ
άλλο σε γρηγοράδα! Ο μαέστρος δεν μπορεί πια να συγκρατήσει
αυτή την ξέφρενη κούρσα μουσικών και τραγουδιστών!
Άλλωστε, το κοινό δεν διαμαρτύρεται – απεναντίας φαίνεται
πως παρασύρεται κι αυτό απ’ τον ίλιγγο της γρήγορης εκτέλεσης,
που το ενθουσιάζει!
«Από τον πόλεμο και την καταστροφή
τη χώρα μας βοηθείστε ν’ απολυτρωθεί!»
Όλοι δίνουν υπόσχεση, ορκίζονται! Μόλις προλαβαίνει ο
δουξ του Νεβέρ να διαμαρτυρηθεί και να τραγουδήσει:
«Στρατιώτες έχω εγώ προγόνους,
κι όχι μισθάρνους δολοφόνους!…»
Στο δευτερόλεπτο τον συλλαμβάνουν οι πολιτοφύλακες κι οι
δικασταί τρέχουν κι ορκίζονται στα πεταχτά:
«Όλοι εδώ ας ορκιστούμε
μονομιάς να επιτεθούμε!»
Ο Σαιν-Μπρι με αφάνταστη γρηγοράδα εκτελεί το ρετσιτατίβο του:
«Αφού κακό στη θρησκεία μας κάνουν,
οι Ουγενότοι πρέπει να πεθάνουν!»
Οι τρεις μοναχοί ορμούν προς την πόρτα του βάθους του διαμερίσματος του δουκός του Νεβέρ, χωρίς να δώσουν σημασία
στη σκηνοθεσία που ορίζει να προχωρήσουν «αργά και με προφυλάξεις». Όλοι όσοι βρίσκονται πάνω στη σκηνή τράβηξαν
κιόλας το σπαθί τους ή το εγχειρίδιό τους, που οι τρεις μοναχοί
τα ευλογούν, όλα μαζί στα γρήγορα! Οι σοπράνο, οι τενόροι, οι
μπάσσοι τραγουδούν με λύσσα το αλλέγκρο φουριόζο που χάνει
τη δραματική του μορφή… και μετατρέπεται σε καντρίλλιες! Ύστερα βγαίνουν, ουρλιάζοντας:
«Τα μεσάνυχτα!
Αθόρυβα!
[35]
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
Θέλημα Θεού!
Ναι, τα μεσάνυχτα!»
Μονομιάς, όλο το θεατρόφιλο κοινό βρίσκεται στο πόδι!
Ζωηρή κίνηση στα θεωρεία, στην πλατεία, στο υπερώο! Θαρρεί
κανείς πως όλοι οι θεαταί, με τον βαν Τρικάς επικεφαλής, θα
ορμήσουν πάνω στη σκηνή, για να ενωθούν με τους συνωμότες
και να σφάξουν τους Ουγενότους, άσχετον αν κι αυτοί οι ίδιοι
είναι προτεστάντες! Χειροκροτήματα, ξεφωνητά: «Όλο! Όλο!»,
πανζουρλισμός! Η Τσατσαχερμάνς κουνά την πράσινη σκούφια
της, πανηγυρίζοντας! Οι λάμπες της σάλας ρίχνουν ένα ζωηρό
φως.
Ο Ραούλ, αντί να σηκώσει αργά τον μπερντέ, τον ξεσκίζει με
μια υπέροχη χειρονομία, και βρίσκεται αντίκρυ στη Βαλεντίνη.
Επιτέλους! Η μεγάλη δυωδία αρχίζει ολοταχώς σε ρυθμό αλλέγκρο βιβάτσε. Ο Ραούλ δεν περιμένει τις ερωτήσεις της Βαλεντίνης… Κι η Βαλεντίνη δεν περιμένει τις απαντήσεις του Ραούλ.
Το αντάντε αμορόζο:
«Μου το ’χεις πει!
Ναι, με λατρεύεις!»
εξελίσσεται σ’ ένα βιβάτσε φουριόζο!
Άδικα ξεφωνίζει ο Ραούλ:
«Τα λογάκια σου, γλυκιά μου,
βάλσαμο είναι στην καρδιά μου!»
Είναι φανερό πως τον κατακαίει μια ασυνήθιστη φλόγα. Οι
ψηλές νότες του, τα σι και τα ντο, είναι σαν τα σφυρίγματα μιας
ατμομηχανής! Βγαίνει από τον εαυτό του, χειρονομεί υστερικά,
είναι σαν λαμπαδιασμένος!
Ακούγεται η καμπάνα από το κωδωνοστάσιο! Μα τι λαχανιασμένες καμπανιές! Ο κωδωνοκρούστης θαρρείς κι έχει παραφρονήσει! Είναι ένας κώδωνας συναγερμού που συναγωνίζεται σε ορμή τις βροντές των πνευστών και κρουστών οργάνων
της ορχήστρας!
[36]
ΔΟΚΤΩΡ ΟΞ
— Καλή αντάμωση, Σούζη. (σελ. 28)
[37]
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
Επιτέλους, οι δυο τελευταίοι στίχοι που θα κλείσουν αυτή
την υπέροχη πράξη:
«Ούτ’ έρωτας πια, ούτε μεθύσι,
η τύψη θα με βασανίσει!»
Αντί, όμως, να εκτελεσθούν αλλέγκρο κον μότο, όπως ορίζει
ο συνθέτης, παίρνουν φόρα κι εκτελούνται σ’ ένα ξέφρενο πρεστίσσιμο! Θα ’λεγε κανείς πως περνά ταχεία αμαξοστοιχία! Αρχίζουν πάλι οι καμπανιές! Η Βαλεντίνη λιποθυμά! Ο Ραούλ ορμά
και πέφτει από το παράθυρο!
Πάνω στην ώρα! Η ορχήστρα, στ’ αλήθεια μεθυσμένη, δε θα
μπορούσε πια να συνεχίσει. Η μπαγκέτα του μαέστρου έχει γίνει
κομμάτια πάνω στο κουβούκλιο του υποβολέως! Οι χονδρές των
βιολιών έχουν σπάσει! Για να ξεσπάσει ο τσιμπαλίστας, με φουριόζικα χτυπήματα, τρύπησε τα τσίμπαλά του! Το πρώτο κλαρίνο
έχει καταπιεί το επιστόμιο του οργάνου του! Το δεύτερο όμποε
μασά το καλαμένιο γλωσσίδι του! Ο κοντραμπασίστας έχει
σκαρφαλώσει στην κορφή του κοντραμπάσου! Τα κλειδιά του
τρομπονιού έχουν φύγει από τη θέση τους και το όργανο φαλτσάρει δαιμονικά! Το χέρι του κακομοίρη του κορνίστα έχει χωθεί μέσα στο κόρνο και δεν μπορεί να το τραβήξει!
Και το κοινόν; Το κοινό λαχανιασμένο, ξέφρενο, χειρονομεί,
ουρλιάζει! Όλα τα πρόσωπα είναι κατακόκκινα, σαν να ’χει ανάψει πυρκαϊά μέσα στα κορμιά τους! οι άνδρες χωρίς καπέλο, οι
γυναίκες χωρίς παλτό, χιμούν να φύγουν!
Στρωξίδι στους διαδρόμους, τσαλαπάτημα στις πόρτες, τσακωμοί, γρονθοκλωτσοπατινάδες! Κανείς δεν αναγνωρίζει εξουσία! Κανείς δεν δίνει σημασία στην παρουσία του δημάρχου.
Όλοι είναι ίσοι, σε μια διαβολική υπερδιέγερση!
Κι ύστερ’ από λίγα λεπτά, όταν βρέθηκαν όλοι στο δρόμο,
καθένας συνέρχεται, ξαναβρίσκει τη συνηθισμένη απάθειά του,
και γυρίζει ήσυχα-ήσυχα στο σπίτι του, χωρίς να καλοθυμάται τι
είχε συμβεί.
[38]
ΔΟΚΤΩΡ ΟΞ
Η τετάρτη πράξη των «Ουγεντότων», που διαρκούσε άλλοτε
έξι ώρες, είχε αρχίσει εκείνο το βράδυ στις τεσσερισήμισι και
τελείωσε στις πέντε παρά δώδεκα λεπτά!
Η πόλη Κικεντόν της Φλάνδρας είχε καταρρίψει κάθε παγκόσμια επίδοση μ’ ένα πρωτοφανές κι ασύλληπτα φανταστικό
ρεκόρ ταχύτητος!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ
Χαλασμός κόσμου!
Αν όμως οι θεαταί, φεύγοντας απ’ το θέατρο, ξαναβρήκαν τη
συνηθισμένη τους απάθεια, αν γύρισαν στο σπίτι τους ήρεμοι μα
κάπως ζαλισμένοι, ήταν φανερό πως είχαν δοκιμάσει μια παράξενη έξαψη. Κι εξαντλημένοι, τσακισμένοι, σαν να είχαν παραφάει ή παραπιεί, το έριξαν στον πιο βαθύ ύπνο.
Την άλλη μέρα, όμως, καθένας κάτι θυμήθηκε από τα χθεσινοβραδινά γεγονότα. Γιατί ο ένας είχε χάσει το καπέλο του μέσα
στη φασαρία, ο άλλος τη μισή ουρά της ρεδιγκότας του, που είχε
ξεσκιστεί στο πατείς με-πατώ σε. Είχαν χαθεί έτσι παπούτσια,
παλτά, ακόμα και γούνες. Οι έντιμοι, αγαθοί κι αμέριμνοι αυτοί
αστοί, ξαναβρήκαν έτσι το μνημονικό τους και ντράπηκαν λιγάκι
για την αδικαιολόγητη έξαψή τους. Γι’ αυτό δεν έκαναν λόγο για
τη στιγμιαία παραφορά τους, προτιμώντας να την ξεχάσουν.
Ο πιο παραζαλισμένος, όμως, από όλους ήταν ο δήμαρχος.
Τα ξημερώματα, ξυπνώντας, ο βαν Τρικάς είδε πως είχε χάσει
την περούκα του. Άδικα η Λοτσέ έψαξε παντού. Πουθενά δεν
βρέθηκε. Η περούκα είχε μείνει στο πεδίον της μάχης. Για μια
στιγμή, ο δήμαρχος σκέφτηκε να βάλει το Ζαν Μιστρόλ, τον ντελάλη της Κικεντόν, που ήταν και τρουμπετίστας της Φιλαρμονικής, να διαλαλήσει την απώλεια της περούκας. Μα το καλοσκέφτηκε κι άλλαξε ιδέα. Καλύτερα να ζημιώσει αγοράζοντας μια
[39]
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
καινούργια περούκα, παρά να ρεζιλευτεί αυτός, ο τιμημένος
παραδοσιακός δήμαρχος της ένδοξης πόλης της Φλάνδρας.
Ο έντιμος βαν Τρικάς αυτά συλλογιζόταν, ξαπλωμένος κάτω
από τις κουβέρτες του, με τσακισμένο το κορμί, ζαλισμένο μυαλό, στεγνή γλώσσα και άσβηστη φωτιά μέσα στα στήθια του. Δεν
ένιωθε την παραμικρή επιθυμία να σηκωθεί – κάθε άλλο! Το
μυαλό του δούλευε αυτό το πρωινό πιο πολύ ίσως από ό,τι είχε
δουλέψει σαράντα ολάκερα χρόνια. Ο δήμαρχος ξανάφερνε στο
μνημονικό του όλα τα περιστατικά της απίθανης εκείνης βραδιάς. Τα συσχέτιζε με τα γεγονότα που είχαν συμβεί στη δεξίωση
του δόκτορα Οξ. Αναζητούσε την αφορμή αυτής της παράδοξης
υπερέντασης των νεύρων, που είχε προκαλέσει δυο φορές μεγάλη έξαψη στους φιλήσυχους δημότες του.
— Μα τι συμβαίνει λοιπόν; αναρωτιόταν. Το δαιμονικό έχει
κυριέψει την ήσυχη Κικεντόν μας; Άραγε θα τρελαθούμε ομαδικά, οπόταν θα πρέπει να μετατρέψουμε την πόλη μας σ’ ένα
απέραντο νοσοκομείο νευροπαθών; Γιατί, χθες βράδυ, βρισκόμαστε όλοι μαζεμένοι στο θέατρο, πρόκριτοι, σύμβουλοι, δικασταί, γιατροί, ακαδημαϊκοί: κι όλους μας, χωρίς καμιάν εξαίρεση
– αν δε με ξεγελά το μνημονικό μου – μας κυρίευσε ομαδικά ένα
κύμα παραφροσύνης! Μια συλλογική τρέλα! Μα τι να είχε μέσα
της αυτή η δαιμονική μουσική; Είναι ανεξήγητο! Κι όμως, δεν
έφαγα, δεν ήπια τίποτα που θα μπορούσε να μου προκαλέσει
αυτή την υπερέξαψη! Όχι, για τ’ όνομα του Θεού! Χτες το μεσημέρι, έφαγα μια φέτα βοδινό καλοψημένο, με λίγο σπανάκι, ένα
κομμάτι καϊμάκι και ήπια δυο ποτηράκια μπιρίτσα… Είναι ποτέ
δυνατόν ένα τόσο ελαφρό γεύμα να μου αναστατώσει το νευρικό σύστημα; Όχι, βέβαια! Είναι κάτι άλλο, που δεν μπορώ να το
εξηγήσω. Και καθώς ευθύνομαι για τις πράξεις των δημοτών
μου, θα διατάξω ανάκριση!
Η ανάκριση, όμως, δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα.
Άλλωστε, τα πνεύματα είχαν καλμάρει. Οι τοπικές εφημερίδες απέφυγαν μάλιστα να αναφέρουν τα γεγονότα κι η περιγραφή της παραστάσεως, που δημοσιεύθηκε στα «Χρονικά της
[40]
ΔΟΚΤΩΡ ΟΞ
Κικεντόν», δεν έκανε την παραμικρή νύξη για την υπερδιέγερση
που κυρίευσε ολάκερο το θεατρόφιλο κοινό.
Κι όμως, αν η πόλη ξαναβρήκε την απάθεια και τη μακαριότητά της, κατά βάθος, ένιωθε κανείς, πως ο χαρακτήρας κι η ιδιοσυγκρασία των κατοίκων της άλλαζαν σιγά-σιγά και με το μαλακό. Για να χρησιμοποιήσουμε μια χαρακτηριστική έκφραση
του γιατρού Κουστός, «φύτρωναν τα πρώτα νεύρα στους Κικεντονέζους!».
Εδώ, χρειάζεται μια εξήγηση. Αυτή η αναντίρρητη αλλαγή
γινόταν υπό ορισμένες μόνο προϋποθέσεις. Όταν οι Κικεντονέζοι
έβγαιναν στους δρόμους, στις πλατείες, στην ύπαιθρο, πάντα
ήταν ψύχραιμοι και μετρημένοι, όπως τον παλιό καιρό. Και στην
ιδιωτική τους ζωή ήταν αμίλητοι, απαθείς, άβουλοι, χωρίς το
παραμικρό ενδιαφέρον για το περιβάλλον τους. Ούτε καυγαδάκια, ούτε παράπονα, ούτε κρεβατομουρμούρες είχαν τ’ αντρόγυνα, ούτε ταχυπαλμίες, προ πάντων.
Τι γινόταν, όμως, έξω απ’ την οικογενειακή τους ζωή, όταν
βρίσκονταν συγκεντρωμένοι σ’ ένα δημόσιο κτίριο; Τότε, «η κατάσταση έπαιρνε την κάτω βόλτα» – κατά την έκφραση του αστυνόμου Πασώφ. Στο χρηματιστήριο, στο δημαρχείο, στο αμφιθέατρο της Ακαδημίας, στις συνεδριάσεις του συμβουλίου,
στις συγκεντρώσεις των επιστημόνων, μια παράξενη υπερένταση
κυρίευε αμέσως τους παρευρισκομένους. Ώσπου να περάσει μια
ώρα, είχαν αρχίσει οι διαξιφισμοί. Πάνω στις δυο ώρες, η πικρόχολη συζήτηση κατέληγε σε φιλονικία. Με το πες-πες, έπαιρναν φωτιά… και «τα έσουρνε ο ένας στον άλλο…» Και τι βρισίδι… ν’ ακούσουν τ’ αυτιά σου!
Μόλις ο αστυνόμος Πασώφ – που το δημοτικό συμβούλιο
τριάντα ολόκληρα χρόνια συζητούσε να καταργήσει τη θέση του
– μόνος αυτός είχε προσέξει πως η νευρική έξαψη δεν συνέβαινε
μέσα στα σπίτια των δημοτών. Μόνο στα δημόσια κτίρια! Κι αναρωτιόταν με μεγάλη ανησυχία, τι θα συνέβαινε αν η «επιδημία» έφτανε ως τους δρόμους της πόλης! Τότε πια, δεν θα ξεχνιόνταν οι βρισιές, η συλλογική τρέλα δεν θα ήταν «διαλείπου[41]
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
σα», καταλήγοντας σ’ ένα παραλήρημα, αλλά θα έκαιγε σαν άσβηστο καμίνι τα συλλοϊκά των Κικεντονέζων, εξεγείροντάς τους
τον ένα εναντίον του άλλου!
— Και ποια θα είναι, τότε, η κατάληξη; αναρωτιόταν με τρόμο ο Πασώφ. Θα πάψει πια η υπηρεσία μου να είναι αργομισθία,
και θα πρέπει το δημοτικό συμβούλιο να διπλασιάσει το μισθό
μου… εξόν αν αναγκαστώ μια μέρα να συλλάβω… τον εαυτό
μου… για παράβαση του νόμου περί δημοσίας τάξεως και ησυχίας των πολιτών!
Αυτή η «αυτοσύλληψη» ήταν εφιάλτης για τον αστυνόμο!
Ε, λοιπόν, οι δικαιολογημένες ανησυχίες του άρχισαν να
παίρνουν σάρκα και οστά. Απ’ το χρηματιστήριο, την εκκλησία,
το θέατρο, το δημαρχείο, την Ακαδημία, την αγορά, η «επιδημία» ενέσκηψε μέσα στα σπίτια των δημοτών, και μάλιστα πριν
περάσουν δυο εβδομάδες απ’ την απίθανη παράσταση των
«Ουγενότων».
Στην κατοικία του τραπεζίτη Κολλαέρτ, εκδηλώθηκαν τα
πρώτα σημεία της ομαδικής τρέλας.
Ο πλούσιος αυτός άνθρωπος, έδινε μια χορευτική εσπερίδα
στις οικογένειες των προκρίτων της Κικεντόν. Είχε εκδώσει, πριν
από λίγους μήνες, ένα δάνειο τριάντα χιλιάδων φράγκων, που
καλύφθηκε αμέσως κατά τα τρία τέταρτα. Και για να εορτασθεί
αυτή η χρηματιστηριακή επιτυχία, καλούσε τώρα τους συμπατριώτες του σε χοροεσπερίδα, μέσα στο αρχοντικό του.
Είναι γνωστό, πως σ’ αυτές τις φλαμανδικές δεξιώσεις, που
είναι αθώες και γαλήνιες, τα μόνα έξοδα που έχει να αντιμετωπίσει ο οικοδεσπότης είναι η μπίρα και τα λογιών-λογιών σιρόπια. Κουβεντολόγημα: «είχαμε καλό καιρό», – «σήμερα θα
’χουμε καλά λαχανικά ή φρούτα;» – «πώς πάνε οι τουλίπες του
κήπου σας;» – «σας πείραξε η υγρασία στ’ αρθριτικά σας;» – «σε
πόσα χρόνια θα γίνει ο γάμος της δείνα με τον τάδε;» κλπ. Κάπου-κάπου κανένας αργός χορός, όπως το μενουέτο. Ή κανένα
γερμανικό βαλς, με ρυθμό ενάμισι το πολύ στριφογύρισμα στο
[42]
ΔΟΚΤΩΡ ΟΞ
λεπτό. Να το πρόγραμμα των χοροσπερίδων που έδινε η καλή
κοινωνία της Κικεντόν.
Σ’ αυτές τις ήρεμες οικογενειακές συγκεντρώσεις όπου οι νέοι και τα κορίτσια διασκέδαζαν αθώα, τίμια και συγκρατημένα,
ποτέ δεν είχε σημειωθεί το παραμικρό «παρατράγουδο». Γιατί,
λοιπόν, εκείνο το βράδυ στου τραπεζίτη Κολλαέρτ, τα σιρόπια
θαρρείς κι έγιναν κουτελίτες*, αφρώδεις σαμπάνιες και πόντσια **, που καίνε τα σωθικά; Γιατί οι μουσικοί της ορχήστρας όσο
πήγαιναν και τάχυναν το ρυθμό; Γιατί, όπως στο θέατρο, τα κεριά έλαμψαν με περισσή ακτινοβολία; Τι είδους ηλεκτρικό ρεύμα
έκανε εισβολή μέσα στα σαλόνια του τραπεζίτη;
Ο αστυνόμος Πασώφ, που ήταν καλεσμένος, έβλεπε τη θύελλα να πλησιάζει, μα ένιωθε αδυναμία, να την εμποδίσει ή ν’
αποτραβηχτεί απ’ αυτήν. Ένα δυνατό μεθύσι θόλωνε το μυαλό
του. Όλες οι σωματικές δυνάμεις του βρίσκονταν σε υπερδιέγερση. Τον είδαν πολλές φορές να κάνει έφοδο στα γλυκά και ν’
αδειάζει ολάκερους δίσκους ζαχαρωτών, σαν να ήταν σε δίαιτα
πολλούς μήνες!
Στο αναμεταξύ ο χορός άναβε, κόρωνε και φούντωνε! Ένα
μακρόσυρτο μουρμουρητό, σαν υπόκωφο βούισμα, ξέφευγε από
όλα τα στήθια. Χόρευαν… μα χόρευαν στ’ αληθινά! Όχι «αλά Κικεντόν»! Τα πόδια κινούνταν με φρενιτιώδη γρηγοράδα! Τα
πρόσωπα έπαιρναν το χρώμα της παπαρούνας! Τα μάτια γυάλιζαν σαν τα ρουμπίνια! Ένας γενικός ερεθισμός επικρατούσε στην
πιο υψηλή του ένταση!
Κι όταν η ορχήστρα άρχιζε να παίζει το βαλς του Ελευθέρου
Σκοπευτού, του Βέμπερ, έγινε… «ανάστα ο Θεός»! Δεν ήταν πια
ο ρυθμός του βαλς, μα ένα ξέφρενο στριφογύρισμα, ένας ιλιγγιώδης ανεμοστρόβιλος… που τα σάρωνε όλα! Ύστερα, ένας
δαιμονισμένος καλπασμός, που ήταν αδύνατο να τον σταματήσει κανείς, βάσταξε ολόκληρη ώρα! Σ’ αυτό το διάστημα μια
*
Κρασιά πολύ δυνατά, που χτυπούν στο κεφάλι.
Ποτό με βάση το ρούμι.
**
[43]
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
φρενιασμένη ανθρωποπλημμύρα ξεχύνονταν στις σάλες, στα
σαλόνια, στους διαδρόμους, στις σκάλες, στα υπόγεια, στη σοφίτα του αρχοντικού! Νέοι, κοπέλες, πατέρες, μητέρες, συρφετός
κάθε ηλικίας και κάθε βάρους, ο μεγαλοτραπεζίτης, η κυρία
Κολλαέρτ, οι σύμβουλοι, οι δικασταί, ο αρχιδικαστής, ο Νικλάους, η κυρία βαν Τρικάς, ο δήμαρχος – κι ο ίδιος ο αστυνόμος
Πασώφ, που δεν μπόρεσε να θυμηθεί ποια ήταν η ντάμα του
εκείνο το βράδυ!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ
Δυο λόγια μόνο μεταξύ δόκτορα Οξ και Υγόνου
— Ε, λοιπόν, Υγόνε;
— Όλα είναι έτοιμα, δάσκαλε! Όλα οι σωλήνες μπήκαν στη
θέση τους.
— Επί τέλους! Τώρα πια θα πειραματισθούμε «χονδρικώς»…
στα πλήθη!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ
Αφάνταστες συνέπειες της «επιδημίας»
Όσο περνούσαν οι μήνες, τόσο το κακό χειροτέρευε. Από τις
ιδιαίτερες κατοικίες η «επιδημία» άρχισε να… κυκλοφορεί ανενόχλητη στους δρόμους! Η Κικεντόν είχε πια καταντήσει αγνώριστη!
Παρατηρήθηκε και το πιο εξωφρενικό φαινόμενο: πως η
παράξενη αυτή «νευροπάθεια» – πώς να χαρακτηρισθεί αλλιώτικα; – εξόν από τους ανθρώπους, άπλωσε τα πλοκάμια της στα
ζώα και στα φυτά!
[44]
ΔΟΚΤΩΡ ΟΞ
Τσαλαπάτημα στις πόρτες, τσακωμοί, γρονθοκλωτσοπατινάδες! (σελ. 38).
[45]
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
Είναι γνωστό, πως κάθε επιδημία έχει και την ειδικότητά της.
Εκείνη που προσβάλλει τον άνθρωπο, δεν επιδρά στα ζώα, κι
εκείνη που προσβάλλει τα ζώα, δεν έχει επίδραση στα φυτά.
Παράδειγμα: τα πρόβατα δεν προσβάλλονται από την αρρώστια
της πατάτας.
Κι όμως, τούτη τη φορά, όλοι οι νόμοι της φύσεως είχαν αναστατωθεί! Όχι μόνο ο χαρακτήρας, η ιδιοσυγκρασία, οι ιδέες
των κατοίκων της Κικεντόν είχαν αλλάξει, μα και τα κατοικίδια
ζώα τους, σκύλοι και γάτες, βόδια κι άλογα, γαϊδούρια και κατσίκες, είχαν υποστεί αυτή την «επιδημιακή επίδραση», σαν ν’
άλλαξε το συνηθισμένο περιβάλλον τους. Ως και τα φυτά «χειραφετήθηκαν», αν επιτρέπεται αυτή η έκφραση.
* * *
Στ’ αληθινά, στους λαχανόκηπους, στ’ ανθοκήπια, στα περιβόλια, άρχισαν να εκδηλώνονται πολύ παράξενα συμπτώματα. Τ’
αναρριχητικά φυτά άρχισαν να σκαρφαλώνουν πιο γρήγορα! Ο
κισσός πετούσε μπόι μερόνυχτα… και δεν τον χωρούσαν πια τα
ψηλά ντουβάρια! Όσο για τις φυλλωσιές… φούντωναν σε απίθανο βαθμό! Τα χαμόδεντρα στο άψε-σβήσε… υψώνονταν ως
εκεί πάνω! Δεν προλάβαιναν να σπείρουν τους σπόρους… και
μονομιάς ξεπετιόταν ένα πράσινο κεφαλάκι για να εξελιχθεί πολύ σύντομα σε… γίγαντα του είδους του! Τα σπαράγγια έφταναν
σε ύψος εβδομήντα εκατοστών του μέτρου! Οι αγκινάρες έπαιρναν διαστάσεις πεπονιών, τα πεπόνια έφταναν τις κολοκύθες στο μέγεθος, κι οι νεροκολοκύθες συναγωνίζονταν στις διαστάσεις την καμπάνα της εκκλησίας που είχε δυόμισι μέτρα διάμετρο! Τα λάχανα ξεπερνούσαν και τις θημωνιές. Τα γεράνια, οι
μαργαρίτες, οι καμέλιες, οι ντάλιες, τα ροδόδεντρα ξεχύνονταν
πλημμυρίζοντας τις αλλέες και πνίγοντας το ένα τ’ άλλο! Αδύνατο να τ’ αραιώσει κανείς με το κλαδευτήρι! Και οι χαριτωμένες
τουλίπες, που είναι η χαρά των Φλαμανδών, τι συγκίνηση τους
προξένησαν μια μέρα! Ο αξιότιμος βαν Μπίστρομ λίγο έλειψε να
λιποθυμήσει, βλέποντας στον κήπο του μια πελώρια, τερατώδη,
[46]
ΔΟΚΤΩΡ ΟΞ
γιγάντια τουλίπα, που μέσα στον κάλυκά της είχαν φωλιάσει
ολάκερη οικογένεια σπουργίτες!
Αλίμονο, όμως! Αν τα φυτά, τα φρούτα και τα λουλούδια
αναπτύσσονταν ολοταχώς, παίρνοντας κολοσσιαίες διαστάσεις,
αν η ζωηρότητα των χρωμάτων τους και τους αρώματός τους
μεθούσε τις αισθήσεις, ωστόσο, μαραίνονταν γρήγορα. Ο αέρας
που απορροφούσαν τα έκαιγε σύντομα, και σε λίγο, εξαντλημένα, ξεραίνονταν.
Αυτό στάθηκε και το άδοξο τέλος της περίφημης τουλίπας
που αφού αναπτύχθηκε μ’ όλη της τη μεγαλοπρέπεια, μαράθηκε
μέσα σε λίγες μέρες.
Το ίδιο δεν άργησε να συμβεί με τα κατοικίδια ζώα. Σκύλοι
και γάτες άρχισαν επιθέσεις με δόντια και νύχια. Αναγκαστικά, οι
Κικεντονέζοι θανάτωσαν μερικά. Για πρώτη φορά είδαν άλογο ν’
αφηνιάσει μέσα στους δρόμους της πόλης, βόδι να ορμήσει «με
τα κέρατα εις στάσιν μάχης» – όπως έγραψε το αστυνομικό δελτίο – εναντίον άλλου βοδιού! Ακόμα είδαν κι αρνί ν’ αμύνεται με
κουράγιο εναντίον του μαχαιριού του χασάπη, προστατεύοντας
τις κοτολέτες που είχε μέσα του!
Κοντά στην τρέλα των ζώων, έλειψε κι η φρονιμάδα των ανθρώπων. Η αλλόκοτη αυτή «επιδημία» χτύπησε κάθε ηλικία.
Τα μωρά κατάντησαν γρήγορα ανυπόφορα, ενώ ως τότε το
ντάντεμά τους δεν γεννούσε προβλήματα στις Κικεντονέζες. Και
για πρώτη φορά, ο δικαστής Ονορέ Σεντάξ βρέθηκε στην ανάγκη
να επιστρατεύσει το βούρδουλα για να φρονιμέψει το βλαστάρι
του!
Στο κολλέγιο, οι μαθηταί στασίασαν. Ταμπουρώθηκαν πίσω
από τα θρανία τους κι άρχισαν να ρίχνουν τα βιβλία στα κεφάλια
των καθηγητών! Μα η υπερέξαψη κυρίεψε και τους καθηγητάς,
που απειλούσαν τους στασιαστάς με απίθανες κυρώσεις: λόγου
χάριν, να κλείσουν τις πόρτες του κολλεγίου και να υποχρεωθούν οι μαθηταί ν’ αντιγράψουν, καθένας χωριστά, τα τέσσερα
Ευαγγέλια και την Αποκάλυψη του Αγίου Ιωάννου, προτού γυρίσουν στα σπίτια τους! Οι στασιασταί, όμως, δεν υποχωρούσαν!
[47]
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
Αντίθετα, άρχισαν να προβάλλουν και αιτήματα: μόνο δυο ώρες
μαθήματα τη μέρα, ελεύθερο το Σαββατοκύριακο, ν’ ακυρωθούν
όλες οι τιμωρίες και να έχουν έξι εξεταστικές περιόδους! Είχαν
συνθέσει κι ένα εμβατήριο που το τραγουδούσαν όλοι μαζί, κι
άρχιζε έτσι:
«Μέσα στα σχολειά της Φλάνδρας
τώρα πια ξυπνά ο άνδρας,
και φωνάζει ορθά-κοφτά
πως το δίκιο του ζητά…»
Και μια απίστευτα εξωφρενική συνέχεια: Οι μαθηταί της
πρώτης του Δημοτικού έκαναν φασαρία στην τάξη απαιτώντας…
δικαίωμα ψήφου! Και την άλλη μέρα, ολόκληρο το νηπιαγωγείο
έκανε στάση… μαθημάτων, προβάλλοντας για αίτημα… να καταργηθεί η ποδιά, και ν’ αντισταθεί με μακριά παντελόνια!
— Κάποιος τους παρακινεί! έλεγε ο αστυνόμος Πασώφ στον
σύμβουλο της Παιδείας, που είχε αναστατωθεί… Αναρχικός δάκτυλος, κύριε σύμβουλε!
Μα το κακό δε σταμάτησε ως εκεί! Όλοι οι Κικεντονέζοι που
ήταν πριν υπόδειγμα εγκρατείας, άρχισαν να ρίχνονται με τα
μούτρα στο φαΐ και στο πιοτό. Η συνηθισμένη ποσότης τροφίμων δεν τους έφτανε… ούτε για με ζές! Κάθε στομάχι γινόταν…
άβυσσος! Η κατανάλωση τροφίμων της πόλης τριπλασιάστηκε!
Τα δυο γεύματα της μέρας έγιναν έξι! Και τα επακόλουθα: ο
γιατρός Ντομινίκ Κουστός δεν προλάβαινε να επισκέπτεται αρρώστους! Γαστραλγία… γαστρεντεραλγία… γαστρεντερίτις… γαστρίτις… γαστροκήλη… γαστροπάθεια… γαστρορραγία… Όλες οι
κοιλιακές παθήσεις ήταν στην ημερησία διάταξη!
Ο Νικλάους δεν μπορούσε να χορτάσει! Φαίνεται πως η
«ταινία» που θα είχε στο στομάχι του ήταν… μεγάλου μήκους!
Όσο για το δήμαρχο, πρωί-μεσημέρι-βράδυ βρίσκονταν μεθυσμένος και τραγουδούσε φάλτσα:
«Το κρασί που καταπίνω
όλο μου ’ρχεται λειψό…
[48]
ΔΟΚΤΩΡ ΟΞ
Κι όσο παραπάνω πίνω,
τόσο πιο πολύ διψώ!»
Οι συμπλοκές έπαιρναν κι έδιναν στους δρόμους της Κικεντόν, που, άλλοτε, ήταν ερημωμένοι. Τώρα πια, κανέναν δεν τον
χωρούσε το σπίτι του, κι ορμούσε έξω για να ξεσκάσει!
Αναγκαστικά, δημιουργήθηκε κι ένα καινούργιο αστυνομικό
σώμα, για τους παραβάτες που δε σέβονταν τις διατάξεις περί
κοινής ησυχίας.
Το υπόγειο της δημαρχίας διαμορφώθηκε σε φυλακή, όπου
μέρα και νύχτα οδηγούσαν τους ταραξίες. Όλες αυτές οι αναστατώσεις είχαν κάνει τον Πασώφ να θυμώνει και ν’ αγανακτεί.
Φυσικά, τους μεθυσμένους τους κρατούσαν στη φυλακή
μόνο ώσπου να ξεμεθύσουν, κι ύστερα τους απέλυαν. Όταν όμως γινόταν συμπλοκή, τότε τους φταίχτες τους οδηγούσαν στο
δικαστήριο. Κι αν καταδικάζονταν σε λιγοήμερη φυλάκιση, τα
επακόλουθα ήταν οδυνηρά για το δεσμοφύλακα, γιατί οι φυλακισμένοι άρχιζαν να προβάλλουν αιτήματα! Ζητούσαν εξαπλή
μερίδα σιτηρεσίου ή… ν’ απολυθούν αμέσως! Αλλιώτικα απειλούσαν με απεργία πείνης!
Κι άλλες αναστατώσεις, κοινωνικού όμως χαρακτήρος, παρατηρήθηκαν για πρώτη φορά: γνωριμία, αρραβώνας και γάμος
γίνονταν… μέσα σε δυο μήνες! Αν ήταν ποτέ δυνατόν! Ο γιός του
εφοριακού Ρουπ παντρεύτηκε την ωραία Αυγουστίνο ντε Ρόβερε
πενήντα εφτά μέρες ύστερα από τη γνωριμία τους!
Πολλά άλλα συνοικέσια που είχαν καθυστερήσει χρόνια ολάκερα, κατέληξαν γρήγορα σε γάμο. Ο δήμαρχος ήταν ανάστατος, γιατί ένιωθε πως η κορούλα του, η χαριτωμένη Σούζη, του
ξέφευγε από τα χέρια!
Και σαν αποκορύφωμα του αίσχους αυτής της κατάντιας…
έγινε και μια μονομαχία! Και μάλιστα με πιστόλι σε απόσταση
εβδομήντα πέντε βημάτων, «μέχρις εσχάτων»!
Ο Φραντς Νικλάους μονομάχησε με το γιό του μεγαλοτραπεζίτη, τον Σιμόν Κολλαέρτ!
[49]
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
Κι αφορμή της μονομαχίας ήταν η Σούζη βαν Τρικάς, με την
οποία ήταν ξετρελαμένος ο Σιμόν, και δεν εννοούσε να την αφήσει στον αντίζηλο του!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ
Ηρωική απόφαση των Κικεντονέζων!
Ο δήμαρχος βαν Τρικάς, που ήταν άλλοτε τόσο πράος κι αναποφάσιστος, τώρα πια είχε καταντήσει έξω φρενών! Η βροντερή φωνή του ξεκούφαινε όλη την οικογένειά του μέσα στο
σπίτι! Εξέδιδε είκοσι αποφάσεις τη μέρα, μάλωνε με τους υπαλλήλους του, κι ήταν έτοιμος για να εκτελέσει ο ίδιος τις διαταγές
του… εαυτού του!
Τι καταπληκτική, τι αφάνταστη αλλαγή! Πού να ξαναβρεθεί η
γαλήνη κι η μακαριότητα που ήταν άλλοτε διάχυτες στην ατμόσφαιρα του ήσυχου φλαμανδικού σπιτιού; Τι μαλώματα, καυγαδίσματα, τσιρίγματα και κρεβατομουρμούρες κυριαρχούσαν
τώρα! Τι συζυγικές σκηνές, απανωτές, αδιάκοπες! Η κυρία βαν
Τρικάς είχε καταντήσει παράξενη, στρυφνή, γκρινιάρα! Κάπου-κάπου ο δήμαρχος κατάφερνε να σκεπάσει τη φωνή της,
ξελαρυγγιζόμενος πιο δυνατά από δαύτην, μα ήταν αδύνατο να
την κάνει να σωπάσει! Οι θυμοί της ζητούσαν να ξεσπάσουν κάπου… και τα ’βαζε με όλους! Όλα τα ’βρίσκε ανάποδα και κακοκαμωμένα! Δεν ήταν καθόλου ικανοποιημένη από τη Λοτσέ,
«που δεν είχε το νου στη δουλειά της»! Καυγάδιζε και με την
Τσατσαχερμάνς… μα κι αυτή δεν της χάριζε κάστανα… κι οι δυο
γλώσσες δούλευαν ροδάνι!
— Μα τι πάθαμε, για τ’ όνομα του Θεού; φώναζε ο κακομοίρης ο δήμαρχος. Τι είναι αυτή η φωτιά που άναψε μέσα μας και
μας καίει ολάκερους; Μπας και μας δαιμόνισε ο εξαποδώ; Α!
κυρία βαν Τρικάς! Θα με κάνετε να πεθάνω πριν από σας… κι
έτσι θα χαθούν όλες οι παραδόσεις της οικογενείας μας!
[50]
ΔΟΚΤΩΡ ΟΞ
Γιατί δεν πρέπει να ξεχνούμε αυτή την παράξενη λεπτομέρεια: πως ο βαν Τρικάς έπρεπε να χηρέψει και να ξαναπαντρευτεί, για να συνεχιστεί αλυσιδωτά η διαδοχή.
Αυτή η έξαψη των πνευμάτων έγινε αφορμή κι άλλων αρκετά
παραδόξων γεγονότων που πρέπει ν’ αναφερθούν. Κάτι ταλέντα,
που θα έμεναν άγνωστα ή παραγνωρισμένα για πάντα, ξεχώρισαν από τα πλήθη. Αποκαλύφθηκαν ικανότητες που είχαν μείνει
κρυφές. Κάτι καλλιτέχνες που θεωρούνταν ως τότε άσημοι ή και
«της δεκάρας», άρχισαν να φωτίζονται από τον ήλιο της διασημότητας. Ξεπετάχτηκαν ομιλητές στις πιο δύσκολες συζητήσεις,
κι αποδείχθηκαν δεινοί ρήτορες, που κατόρθωσαν να μεταδώσουν τη φλόγα τους σ’ όλο το ακροατήριο, που άλλωστε δεν ζητούσε άλλο… παρά να πάρει φωτιά! Από τις συνεδριάσεις του
δημοτικού συμβουλίου η κίνηση μεταδόθηκα στις δημόσιες συγκεντρώσεις, κι ιδρύθηκε μια λέσχη στην Κικεντόν. Ταυτόχρονα
είκοσι εφημερίδες, ο «Σκοπός της Κικεντόν», ο «Αμερόληπτος
της Κικεντόν», ο «Ριζοσπάστης της Κικεντόν», ο «Ακραίος της
Κικεντόν», με άρθρα καταπέλτες ανακινούσαν το πιο σοβαρά
κοινωνικά προβλήματα, φανατίζοντας το λαό.
Μα για ποιο ζήτημα; Απλούστατα, για τα πάντα… και για το
τίποτα! Λόγου χάριν για τον πύργο της Ορντενάρντ που έγερνε:
Άλλοι θέλαν να τον γκρεμίσουν κι άλλοι να τον αναστυλώσουν.
Για τις αστυνομικές διαταγές, που εξέδιδε το δημοτικό συμβούλιο και που τις καταπολεμούσαν όσοι δεν μπορούσαν να ζουν
χωρίς να κάνουν παραβάσεις. Για το σκούπισμα των ρείθρων του
δρόμου, τον καθαρισμό των υπονόμων κλπ.
Κι αν το κακό σταματούσε ως εκεί, η ζημιά δε θα ήταν μεγάλη. Τρώγοντας, όμως, έρχεται η όρεξη. Κι έτσι οι λαλίστατοι ρήτορες και δημοκόποι, αναζητώντας θέμα, έπεσαν πάνω σε μια…
νάρκη!
Η Κικεντόν βρίσκεται κοντά στην πόλη Βιργκαμέν, κι έχουν
κοινά σύνορα.
Ε, λοιπόν! Το 1135, λίγο πριν από την αναχώρηση του κόμητος
Μπωντουέν, για τη Σταυροφορία, μια αγελάδα της Βιργκαμέν –
[51]
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
που ανήκε, όμως, στην κοινότητα, προσέξτε αυτή τη λεπτομέρεια
– πήγε να βοσκήσει στην επικράτεια της Κικεντόν. Άσχετο αν ήταν πεινασμένη ή μισοχορτασμένη η αγελάδα, δηλαδή αν ζημίωσε πολύ ή λίγο την χορτοπαραγωγή της Κικεντόν. Αυτό δεν έχει
καμιά σημασία. Το αδίκημα, η παράβαση, το έγκλημα – όπως
θέλετε χαρακτηρίστε το – ήταν βεβαιωμένο με πρακτικά της εποχής εκείνης, και υπογεγραμμένο από τη δικαστική αρχή, που,
τότε, είχε αρχίσει να μαθαίνει γράμματα.
— Θα εκδικηθούμε, όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή, είχε πει
απλούστατα ο Ναταλίς βαν Τρικάς, τριακοστός δεύτερος πρόγονος του σημερινού δημάρχου, κι οι Βιργκαμενέζοι δεν πρόκειται
ν’ αποφύγουν την τιμωρία!
Οι Βιργκαμενέζοι ήταν προειδοποιημένοι. Δεν ανησυχούσαν,
όμως, με τη λογική σκέψη, πως η ανάμνηση της προσβολής θα
εξασθένιζε με τον καιρό. Και στ’ αλήθεια, έζησαν πολλούς αιώνες διατηρώντας «σχέσεις καλής γειτονίας» με τους Κικεντονέζους.
Λογαριάζανε, όμως, χωρίς τον ξενοδόχο, δηλαδή την αλλόκοτη αυτή «επιδημία», που άλλαζε ριζικά το χαρακτήρα των γειτόνων τους και ξύπνησε μέσα στις καρδιές τους τον κοιμισμένο
όρκο της εκδικήσεως.
Μέσα στη λέσχη της οδού Μονστρελέ, ο δικηγόρος Σιούτ,
βράζοντας από αγανάκτηση, έθεσε ωμά το ζήτημα στους ακροατές του, τους φανάτισε χρησιμοποιώντας εκφράσεις και μεταφορικές έννοιες που οι δημοκόποι τις έχουν με το τσουβάλι για
να παίρνουν με το μέρος τους τα πλήθη. Τους θύμισε το αδίκημα, τους θύμισε τη ζημιά – σε φαγωμένο και τσαλαπατημένο
χορτάρι – που είχε υποστεί η κοινότητα της Κικεντόν, τους μίλησε για «αιμάσσουσαν πληγήν» και για την περιφρονητική στάση
των Βιργκαμενέζων – που έπρεπε να είχαν καταβάλει αποζημίωση χωρίς να τους ζητηθεί «κι όχι να κάνουν το κορόιδο», και
ικέτευε τους συμπολίτες του που ίσως ασυναίσθητα είχαν καταπιεί τόσον καιρό αυτή τη «θανάσιμη προσβολή», «να εξαρθούν
στο ύψος των περιστάσεων»! Εξόρκισε τα τέκνα της «αδαμάστου
[52]
ΔΟΚΤΩΡ ΟΞ
γηραιάς πόλεως» να έχουν μοναδικό σκοπό της ζωής τους την
απαίτηση μιας θριαμβευτικής επανορθώσεως! Στο τέλος, έκανε
«έκκλησιν εις την φιλοτιμίαν και τον πατριωτισμόν των Κικεντονέζων πολιτών»!
Φανταζόσαστε βέβαια τι ενθουσιασμό προκάλεσαν αυτές οι
φράσεις, που για πρώτη φορά τις άκουγαν τ’ αυτιά των άλλοτε
αγαθών και φιλησύχων Φλαμανδών! Όλοι οι ακροατές είχαν
σηκωθεί στο πόδι κι απαιτούσαν, με τεντωμένα τα χέρια σ’ έναν
πατριωτικό όρκο, την άμεση κήρυξη πολέμου! Ποτέ ο δικηγόρος
Σιούτ δεν είχε σημειώσει τόση επιτυχία στις αγορεύσεις του –
όταν υπεράσπιζε, δηλαδή, κάτι μεθυσμένους ή ταραχοποιούς –
και πρέπει να παραδεχτούμε, πως τούτη τη φορά, είχε ξεπεράσει
τον εαυτό του!
Ο δήμαρχος, ο σύμβουλος, όλοι οι πρόκριτοι που παρευρίσκονταν σ’ αυτή την αξιομνημόνευτη συνεδρίαση θα ήταν αδύνατο ν’ αντισταθούν στο ξέσπασμα αυτής της λαϊκής οργής. Άλλωστε, ούτε καν σκόπευαν να το κάνουν. Απόδειξη που ξεφώνιζαν πιο δυνατά από τους άλλους:
— Στα σύνορα! Στα σύνορα! Να τους φάμε! Θα τους φάμε!
Τους φάγαμε!
Και καθώς τα σύνορα βρίσκονταν σε απόσταση τριών χιλιομέτρων από τα τείχη της Κικεντόν, είναι βέβαιο πως οι Βιργκαμενέζοι διέτρεχαν σοβαρό κίνδυνο, γιατί μπορούσαν να καταληφθούν προτού προλάβουν να νιώσουν τι τους γίνεται!
Βρέθηκε κι ένας άνθρωπος που είχε διατηρήσει την ψυχραιμία του, ο εντιμότατος φαρμακοποιός Γιοσέ Λιεφρίνκ, να υπενθυμίσει στο ενθουσιασμένο ακροατήριο πως η Κικεντόν δεν είχε
ντουφέκια, κανόνια και στρατηγούς.
— Πάψε, φαρμακοτρίφτη! του φώναξαν όλοι αγριεμένοι.
Κι υποστήριξαν πως το αίσθημα του πατριωτισμού αναλάμβανε να εξοικονομήσει και στρατηγούς και κανόνια και ντουφέκια, κι έτσι το δίκιο ενός λαού θα εξασφάλιζε μια θριαμβευτική
νίκη στο πεδίον της τιμής!
[53]
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
Τότε ο δήμαρχος σηκώθηκε και σ’ ένα πύρινο λόγο, που
γράφτηκε με χρυσά γράμματα μέσα στην καρδιά των Κικεντονέζων, κεραυνοβόλησε «τους δειλούς που κρύβονται πίσω από
το πέπλο της φρονήσεως», κι αυτό το πέπλο το ξέσκισε μονομιάς
με πατριωτικό μένος!
Πήγε να γκρεμισθεί η αίθουσα από τα χειροκροτήματα!
Ζητήθηκε ψηφοφορία. Έγινε με ανάταση των χεριών και με
πολλαπλασιασμό των χειροκροτημάτων.
Όλοι ξεφώνιζαν:
— Στη Βιργκαμέν! Στη Βιργκαμέν! Να πάρουμε πίσω το αίμα
μας!
Φυσικά, θα ήταν πιο σωστό να φώναζαν «να πάρουμε πίσω
το χορτάρι μας», μα πάνω στον πατριωτικό ενθουσιασμό, ποιος
είχε το νου του σε τέτοιες μικρολεπτομέρειες; Ξαναμμένοι, όλοι
άρχισαν, χτυπώντας τα πόδια ρυθμικά και τονίζοντας τις συλλαβές, να ωρύονται:
«Τη Βιρ-γκα-μέν
θα νι-κή-σο-μεν!»
Ο δήμαρχος ανέλαβε τότε να κινητοποιήσει τα στρατεύματα.
Κι υποσχέθηκε, εξ ονόματος της Κικεντόν, στον στρατηγό που θα
γύριζε νικητής, να απονεμηθούν θριαμβευτικές τιμές, όπως συνηθίζονταν στους Ρωμαίους.
Ο φαρμακοποιός Γιοσέ Λιεφρίνκ, που ήταν, όμως, αγύριστο
κεφάλι, και δεν ήθελε να παραδεχθεί την πανηγυρική ήττα του,
αποτόλμησε μια παρατήρηση. Είπε πως η Ρώμη τιμούσε τους
νικητές στρατηγούς της μόνο όταν καθένας τους σκότωνε τουλάχιστον πέντε χιλιάδες εχθρούς.
— Ε λοιπόν! Ε λοιπόν! τον διέκοψε αγριεμένο το ακροατήριο.
— Δεδομένου, όμως, ότι ο πληθυσμός της Βιργκαμέν αριθμεί
μόνο τρεις χιλιάδες πεντακόσιες εβδομήντα πέντε κατοίκους, θα
ήταν δύσκολο, εκτός αν σκότωναν πολλές φορές το ίδιο άτομο…
— Έξω, πουλημένε! φώναξαν όλοι.
Και τον μόνο λογικό άνθρωπο, τον πέταξαν έξω!
[54]
ΔΟΚΤΩΡ ΟΞ
— Συμπολίτες, είπε τότε ο μπακάλης Πουλμάχερ, συμπολίτες, παρ’ όλα όσα είπε αυτός ο λιποτάκτης φαρμακοτρίφτης,
αναλαμβάνω εγώ, να σκοτώσω πέντε χιλιάδες Βιργκαμενέζους,
αν δέχεστε τις υπηρεσίες μου…
— Πέντε χιλιάδες πεντακόσιους! φώναξε άλλος πατριώτης,
πιο αποφασιστικός.
— Έξι χιλιάδες εξακόσιους! πλειοδότησε ο μπακάλης.
— Επτά χιλιάδες! Κι όχι λόγια! φώναξε ο ζαχαροπλάστης
Ορμπιντέκ, που είχε κάνει περιουσία με μια ιδιαίτερη συνταγή
της κρέμας καραμελέ.
— Κατακυρώνεται! φώναξε ο βαν Τρικάς, βλέποντας πως
κανείς δεν είχε διάθεση ν’ ανεβεί πιο πάνω στον πρωτότυπο αυτό πλειστηριασμό.
Κι έτσι, ο ζαχαροπλάστης Ζαν Ορμπιντέκ έγινε αρχιστράτηγος
της Κικεντόν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ
Αγανάκτηση του δόκτορα Οξ!
— Ε λοιπόν, δάσκαλε, έλεγε την άλλη μέρα ο βοηθός του,
αδειάζοντας κουβάδες βιτριόλι μέσα σε πελώριες σκάφες, δεν
νομίζετε πως παρατραβήξαμε το σκοινί, και πως δεν πρέπει να
ενισχύσουμε την υπερέξαψη αυτών των φουκαράδων πιο πολύ;
— Όχι! Όχι, Υγόνε! φώναξε ο δόκτωρ Οξ. Θα τραβήξω πέρα
για πέρα!
— Όπως θέλετε, δάσκαλε, αν ακούσετε, όμως, τη γνώμη μου,
το πείραμα φαίνεται πως πέτυχε, και πιστεύω πως είναι πια
καιρός…
— Τι έκανε λέει;
— Να κλείσω το ρουμπινέ.
— Αυτό μας έλειπε! φώναξε κατακόκκινος από το θυμό του ο
δόκτωρ Οξ. Δοκίμασε και σε στραγγαλίζω!
[55]
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ
Από ψηλά διακρίνονται οι μικρότητες των ανθρώπων
— Πώς είπατε; ρώτησε ο βαν Τρικάς τον Νικλάους.
— Λέω, πως αυτός ο πόλεμος είναι ανάγκη να γίνει και πως
έφτασε η ώρα να εκδικηθούμε για την προσβολή που μας έκαναν.
— Ε λοιπόν! Εγώ, απάντησε θυμωμένος ο δήμαρχος, σας
ξαναλέω, πως αν οι Κικεντονέζοι δεν επωφεληθούν αυτής της
ευκαιρίας για να διεκδικήσουν τα δίκαιά τους, θα είναι ανάξιοι
να λέγονται Κικεντονέζοι!
— Κι εγώ, υποστηρίζω πως πρέπει, χωρίς να χασομεράμε, να
συγκεντρώσουμε τις ένοπλες δυνάμεις μας και να κάνουμε επίθεση κατά μέτωπον!
— Αλήθεια, απάντησε ο βαν Τρικάς, σε μένα τα λέτε αυτά;
— Σε σας, κύριε δήμαρχε, γιατί πρέπει να σας πω την αλήθεια, όσο κι αν είναι σκληρή.
— Σας λέω, κύριε, πως οι στρατιές της Κικεντόν θα ξεκινήσουν πριν περάσουν δυο μερόνυχτα!
— Κι εγώ σας ξαναλέω, κύριε, πως μέσα σε σαράντα οχτώ
ώρες θα ’χουμε βαδίσει εναντίον του προαιωνίου μας εχθρού!
— Και να ξέρετε, κύριε, συνέχισε ο δήμαρχος, πως έχω συνθέσει κι εμβατήριο για να εμψυχώσω τους δημότες μου:
«Ενωμένοι, γέροι, νέοι,
και παιδιά της Κικεντόν,
πολεμήστε, όλοι γενναίοι,
σ’ ένα ένδοξον στρατόν!»
— Εγώ, κύριε, απάντησε ο Νικλάους, εμπνεύσθηκα κι ένα
θούριο:
«Με αλύγιστο το θάρρος,
δώστε μάχη στον εχθρόν,
που καταπατεί κουρσάρος,
[56]
ΔΟΚΤΩΡ ΟΞ
ένα χώμα ιερόν…»
Από αυτή τη συνομιλία, θα προσέξατε βέβαια πως κι οι δυο,
δήμαρχος και σύμβουλος, υποστήριζαν… τα ίδια κι απαράλλακτα! Η υπερέξαψή τους, όμως, τους έσπρωξε να φιλονικήσουν…
για τον απλούστατο λόγο που καθένας τους μιλούσε… χωρίς ν’
ακούει τα λόγια του άλλου! Από την ταχυπαλμία που τους είχε
κυριεύσει, από το κατακόκκινο πρόσωπό τους, τις εξογκωμένες
φλέβες τους, τις συνεσταλμένες κόρες των ματιών τους και την
αγριάδα της φωνής τους, που ακούγονταν σαν βρυχηθμός θηρίου, φαίνονταν έτοιμοι να ορμήσει ο ένας να τσακίσει τον άλλο!
Ευτυχώς όμως, που το καμπανάκι του μεγάλου ρολογιού
τους έκοψε τη φόρα στην πιο κρίσιμη στιγμή.
— Επιτέλους, έφτασε η ώρα! φώναξε ο δήμαρχος.
— Ποια ώρα; απόρησε ο Νικλάους.
— Ν’ ανεβούμε στον πυργίσκο του καμπαναριού.
— Σωστά. Και είτε σας γουστάρει είτε όχι, θ’ ανεβώ σ’ αυτόν,
κύριε.
— Κι εγώ το ίδιο, απάντησε ο δήμαρχος.
— Πάμε.
— Πάμε!
Ο τόνος της φωνής τους θα έκανε να πιστέψει κανείς πως
πήγαιναν να λύσουν τις διαφορές τους στο πεδίον της τιμής…
μονομαχώντας μέχρις εξοντώσεως! Άλλος, όμως, ήταν ο λόγος
της αναχωρήσεώς τους. Είχε συμφωνηθεί στη λέσχη, ν’ αναθέσουν στο δήμαρχο και στο σύμβουλο να πάνε στο δημαρχείο και
ν’ ανεβούνε στην ψηλότερη σκοπιά για να κατοπτεύσουν τη γύρω περιοχή. Έτσι θα μελετούσαν οι δυο πρόκριτοι τι στρατηγικά
μέτρα έπρεπε να ληφθούν για την προώθηση των στρατευμάτων
της Κικεντόν.
Αν και ήταν σύμφωνοι και οι δυο τους σ’ αυτό το ζήτημα, δεν
έπαψαν στο δρόμο να μαλώνουν αγριεμένοι… σαν το σκύλο με
τη γάτα!
Στη στενή πόρτα του πυργίσκου έγινε μάχη… ποιος να πρωτοπεράσει! Τα πράγματα αγρίεψαν σε βαθμό να δώσει ο Νικλά[57]
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
ους μια γερή σπρωξιά στον βαν Τρικάς – αν και ανώτερο στο
αξίωμα – και να ορμήσει πρώτος στα σκαλιά. Κι οι δύο τους τ’
ανέβηκαν τέσσερα-τέσσερα, στολίζοντας ο ένας τον άλλο με επίθετα παρμένα από τη Ζωολογία! Και υπήρχε κίνδυνος η φιλονικία αυτή να ’χει τραγικά επακόλουθα, μόλις θα έφθαναν οι δυο
εξαγριωμένοι πρόκριτοι στην κορφή του καμπαναριού, που είχε
ύψος 85 μέτρα.
Μα οι δυο, δήμαρχος και σύμβουλος, δεν άργησαν να λαχανιάσουν, και σε μια στιγμή, τους κόπηκε η ανάσα. Στο ογδοηκοστό σκαλοπάτι σέρνονταν, βαρυανασαίνοντας, με κόπο.
Σώπαιναν, και, παράξενο πράγμα! όσο ανέβαιναν πιο ψηλά,
τόσο λιγόστευε η έξαψή τους. Το μυαλό τους κάπως γαλήνευε.
Φτάνοντας σε ύψος 22 μέτρα, οι δυο αντίπαλοι κάθισαν. Και
με πιότερη ηρεμία κοίταξαν ο ένας τον άλλο, χωρίς να δείχνουν
τον παραμικρό θυμό.
— Τι ψηλά! είπε ο δήμαρχος, σκουπίζοντας με το μαντίλι του
τον ιδρώτα που έλουζε το πρόσωπό του.
— Πολύ ψηλά! απάντησε ο σύμβουλος. Ξέρετε πως είναι πέντε μέτρα πιο ψηλά από τον καθεδρικό ναό του Αγίου Μιχαήλ
του Αμβούργου;
— Το ξέρω, απάντησε περήφανα ο βαν Τρικάς.
Ύστερ’ από λίγα λεπτά, οι δυο πρόκριτοι συνέχισαν το ανέβασμα. Ο δήμαρχος, τώρα, ήταν επικεφαλής και πρωτοπόρος,
χωρίς να διαμαρτυρηθεί καν ο Νικλάους.
Στο τριακοστό τέταρτο σκαλί, ο βαν Τρικάς ήταν ολωσδιόλου
κοψομεσιασμένος. Ο Νικλάους τον βοήθησε σπρώχνοντάς τον
πρόθυμα, για να συνεχίσει.
Μόλις έφτασαν στο κεφαλόσκαλο, ο δήμαρχος είπε ευγενικά:
— Ευχαριστώ, Νικλάους, κι επιφυλάσσομαι…
[58]
ΔΟΚΤΩΡ ΟΞ
— Έχω συνθέσει κι εμβατήριο για να εμψυχώσω τους δημότες μου: (σελ. 56)
[59]
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
Ο καιρός ήταν υπέροχος. Ηλιόλουστος Μάης. Ατμόσφαιρα
κατακάθαρη σαν κρύσταλλο. Η ματιά μπορούσε να ξεχωρίσει το
παραμικρό σε μεγάλη ακτίνα. Σε λίγα μίλια απόσταση φαίνονταν
τα τείχη της Βιργκαμέν κάτασπρα σαν το χιόνι, οι κόκκινες στέγες
των σπιτιών και τα καμπαναριά που στραφτοκοπούσαν. Και να
σκεφτεί κανείς πως αυτή η πόλη θα παραδίδονταν στις φλόγες
και στο χαλασμό!
Ο δήμαρχος με το σύμβουλο ήταν καθισμένοι ο ένας κοντά
στον άλλο, πάνω ο’ ένα πέτρινο παγκάκι, σαν δυο αγαθοί άνθρωποι που ενώνει τις ψυχές τους αμοιβαία συμπάθεια. Ξανασαίνοντας, κοίταζαν. Κι ύστερα από λίγα λεπτά σιωπής:
— Τι όμορφα! φώναξε ο βαν Τρικάς.
— Ναι, είναι έξοχα, απάντησε ο Νικλάους. Δεν νομίζετε, αγαπητέ μου βαν Τρικάς, πως προορισμός της ανθρωπότητος είναι μάλλον να μένει σ’ αυτά τα ύψη, παρά να σέρνεται πάνω στο
φλοιό της γήινης σφαίρας;
— Συμφωνώ μαζί σας, εντιμότατε Νικλάους. Έτσι μπορεί κανείς να νιώσει καλύτερα τη φύση!
— Κάνουμε το γύρο της ταράτσας; είπε ο σύμβουλος.
— Ας κάνουμε το γύρο της ταράτσας.
Κι οι δυο φίλοι, ακουμπισμένοι ο ένας πάνω στον άλλο κι
αργοκουβεντιάζοντας, όπως άλλοτε, κοίταζαν γύρω όλα τα σημεία του ορίζοντος.
— Έχω δεκαεφτά χρόνια ν’ ανεβώ εδώ πάνω, είπε ο βαν
Τρικάς.
— Εγώ δεν ανέβηκα ποτέ μου ως τώρα και λυπούμαι, γιατί το
θέαμα είναι μεγαλειώδες!
— Τι υπέροχη που είναι η φύση, Νικλάους! Καμιά δημιουργία του ανθρώπου δε θα μπορέσει ποτέ να συγκριθεί μ’ αυτή!
— Τι γοητεία, καλέ μου φίλε, απάντησε ο σύμβουλος. Κοιτάξτε αυτά τα κοπάδια που βόσκουν στις πράσινες πεδιάδες, τα
βόδια, τις αγελάδες, τα πρόβατα…
— Και τους γεωργούς που πάνε στα χωράφια!
Κι οι δυο φίλοι απολάμβαναν, εκστατικοί, το θέαμα.
[60]
ΔΟΚΤΩΡ ΟΞ
Ύστερ’ από λίγο ο δήμαρχος είπε ήρεμα:
— Μα, φίλε μου Νικλάους, τι ήρθαμε να κάνουμε στην ταράτσα του πυργίσκου;
— Ήρθαμε, είπε ο σύμβουλος, ν’ αναπνεύσουμε τον καθαρό
αέρα, που δεν τον έχουν ακόμα μολύνει οι ανθρώπινες αδυναμίες.
— Κατεβαίνουμε τώρα; φίλε Νικλάους;
— Κατεβαίνουμε, φίλε βαν Τρικάς.
Οι δυο πρόκριτοι έριξαν μια στερνή ματιά στο υπέροχο τοπίο
που φανερώνονταν κάτω από την ταράτσα. Κι ύστερα, ο δήμαρχος άρχισε να κατεβαίνει με αργό βήμα. Ο σύμβουλος τον ακολουθούσε λίγα σκαλιά πιο πίσω. Όσο κατέβαιναν, τα μάγουλά
τους άρχισαν να γίνονται κατακόκκινα.
Για μια στιγμή σταμάτησαν κι ύστερα συνέχισαν.
Δεν είχε περάσει ένα λεπτό κι ο βαν Τρικάς παρακάλεσε το
Νικλάους να μην είναι πολύ βιαστικός, γιατί τον ενοχλούσε αυτή
η παρακολούθηση βήμα προς βήμα.
Είκοσι σκαλιά πιο κάτω, ο βαν Τρικάς πρόσταξε ζωηρά το
σύμβουλο να σταματήσει, για να υπάρξει κάποια απόσταση ανάμεσά τους – ανάμεσα δημάρχου και συμβούλου.
Ο Νικλάους του απάντησε, ακόμα πιο ζωηρά, πως δεν είχε
καμιά διάθεση να στέκεται με το ένα πόδι σηκωμένο, περιμένοντας πότε θα ευαρεστηθεί ο δήμαρχος να προχωρήσει. Και συνέχισε το δρόμο του.
Ο βαν Τρικάς απάντησε μ’ ένα λόγο προσβλητικό.
Ο σύμβουλος, σε αντεπίθεση, μίλησε για κάποιον «γεροξεκούτη που γυρεύει να χηρέψει για να βρει νέα γυναίκα που θα
τον γεροκομήσει».
Ο δήμαρχος κατέβηκε άλλα είκοσι σκαλιά, απειλώντας πως
θα λογαριαστεί αργότερα μ’ έναν αυθάδη, που δεν πρόσεχε τα
λόγια του.
Ο Νικλάους απάντησε πως ωστόσο θα περνούσε πρώτος,
γιατί η σκάλα ήταν πολύ στενή. Κι οι δυο πρόκριτοι τράκαραν
γιατί ήταν θεοσκότεινα.
[61]
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
Έγινε καινούργια ανταλλαγή «φιλοφρονήσεων» με λεξιλόγιο
παρμένο από τη Ζωολογία.
— Να δούμε, ηλίθιο κτήνος, φώναξε ο δήμαρχος, τι φιγούρα
θα κάνεις σ’ αυτό τον πόλεμο, και σε ποια μετόπισθεν θα χωθείς
για να κρυφτείς!
— Πάντως θα βρίσκομαι μπροστά από σένα, αποβλακωμένε,
κουτορνίθι! ήταν η απάντηση του Νικλάους.
Ο φύλακας, ακούγοντας τη φασαρία, άνοιξε την πόρτα, την
ώρα που οι δυο πρόκριτοι, με γουρλωμένα τα μάτια από αγανάκτηση, τραβούσαν ο ένας τα μαλλιά του άλλου! Πάλι καλά που κι
οι δυο τους φορούσαν περούκες!
— Έννοια σου και θα σου δείξω εγώ! φώναξε ο δήμαρχος
προτείνοντας τη γροθιά του κατάμουτρα στον αντίπαλό του.
— Αν έχεις φιλότιμο – που δεν έχεις – σε προκαλώ να κοπιάσεις! ούρλιαξε ο σύμβουλος, σηκώνοντας απειλητικά το δεξί
πόδι του για μια υποθετική κλωτσιά.
Ο φύλακας, που κι αυτός, άγνωστο γιατί, ήταν μπαρουτιασμένος, βρήκε πολύ φυσική αυτή την προκλητική σκηνή. Κι έσπευσε να διαδώσει στη γειτονιά, πως σύντομα θα μονομαχούσαν ο βαν Τρικάς με το Νικλάους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Ένας ιδιότυπος «πόλεμος μέχρις εσχάτων»!
Μαθαίνοντας τα γεγονότα, ο δόκτωρ Οξ ένιωσε τη μεγαλύτερη χαρά. Δεν λάβαινε υπ’ όψη τα επιχειρήματα του βοηθού
του, που έβλεπε τα πράγματα να παίρνουν κακό δρόμο. Άλλωστε, κι αυτούς τους είχε κυριεύσει η γενική υπερέξαψη. Κι έφτασαν στο σημείο να τσακώνονται, όπως ο βαν Τρικάς με το
Νικλάους. Η αλήθεια είναι πως το καυτό ζήτημα της Βιργκαμέν
είχε σταθεί αφορμή ν’ αναβληθούν προσωρινά – ή για πάντα,
ποιος ξέρει; – οι πολλαπλές μονομαχίες που είχαν για αφορμή…
[62]
ΔΟΚΤΩΡ ΟΞ
ψύλλου πήδημα! Γιατί κανένας τίμιος και γενναίος πολίτης δεν
είχε το δικαίωμα να χύσει έστω και μια ρανίδα αίματος που ανήκε ως την τελευταία σταλαγματιά στην πατρίδα που κινδύνευε!
Πραγματικά, η κατάσταση ήταν σοβαρή, και με την τροπή
που είχαν πάρει τα γεγονότα, δεν χωρούσε πια υποχώρηση.
Ο δήμαρχος βαν Τρικάς, παρ’ όλο τον μαχητικό ενθουσιασμό
του, έκρινε πως δεν μπορούσαν να επιτεθούν εναντίον του εχθρού απροειδοποίητα. Ζήτησε, λοιπόν, επιστρατεύοντας τον
αγροφύλακα Χότεριγκ, ως αγγελιαφόρο, να λάβει ικανοποίηση
από τους Βιργκαμενέζους για την καταπάτηση του εδάφους – ή
μάλλον του γρασιδιού – της Κικεντόν, που είχε προσβάλει, το
1135 την ακεραιότητα και την τιμή της πόλης του.
Οι αρχές της Βιργκαμέν, στην αρχή, δεν μπόρεσαν να μαντέψουν περί τίνος πρόκειται. Και χωρίς να σεβασθούν την επίσημη
αποστολή που είχε ανατεθεί στον αγροφύλακα… τον έδιωξαν με
τις κλωτσιές!
Τότε, ο βαν Τρικάς έστειλε έναν υπασπιστή του στρατηγού ζαχαροπλάστη, τον Χιλντεβέρ Σουμάν, βιομήχανο μαρμελάδας,
που παρουσίασε στους Βιργκαμενέζους αντίγραφο για τη βεβαίωση του αδικήματος, συνταχθέν από το δήμαρχο Ναταλίς
βαν Τρικάς, στα 1135.
Οι αρχές της Βιργκαμέν νόμισαν πως πρόκειται για φάρσα,
έσκασαν στα γέλια κι είπαν στον απεσταλμένο, πως ήταν καλύτερα να γυρίσει στο εργοστάσιό του, αλλιώτικα θα τον κάναν…
μαρμελάδα στο ξύλο!
Τότε ο βαν Τρικάς έκανε σύσκεψη με τους προκρίτους της
πόλης, για να συντάξουν μια επιστολή-τελεσίγραφο, με τακτή
προθεσμία 24 ωρών, στην ένοχη πόλη, να επανορθώσει την
προαιώνια προσβολή.
Το γράμμα έφυγε και ξαναγύρισε ύστερ’ από λίγες ώρες, ξεσκισμένο κομματάκια-κομματάκια, που αποτελούσαν ισάριθμες
προσβολές. Οι Βιργκαμενέζοι, ήξεραν από πολλούς αιώνες τη
[63]
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
μακροθυμία των Κικεντονέζων και τους έπαιρναν στο ψιλό, κι
αυτούς και τις απαιτήσεις και το τελεσίγραφό τους!
Δεν έμενε πια άλλη λύση: μόνο με τα όπλα θα λυνόταν η διαφορά! Έπρεπε οι Κικεντονέζοι νε επικαλεσθούν το θεό του πολέμου και να αιφνιδιάσουν τους Βιργκαμενέζους, προτού προλάβουν να εξοπλισθούν.
Αυτό αποφάσισε το συμβούλιο σε μια επίσημη συνεδρία,
όπου ξεφωνητά, διαμαρτυρίες κι απειλητικές χειρονομίες διασταυρώθηκαν με ορμητικότητα πρωτοφανή! Θα ’λεγε κανείς πως
ήταν συνεδρία τρελών, συγκέντρωση δαιμονισμένων, λέσχη παρανοϊκών!
Μόλις γνωστοποιήθηκε η κήρυξη του πολέμου, ο στρατηγός
Ορντιμπέκ, παρατώντας τα ζαχαροπλαστική του καθήκοντα, συγκέντρωσε τα στρατεύματά του: δυο χιλιάδες τριακόσιες ενενήντα τρεις ψυχές! Σαν να λέμε: υπεργενική επιστράτευση! Γυναικόπαιδα και γέροι-χούφταλα είχαν ακολουθήσει τους άνδρες.
Και δύο άρρωστοι: ο Νικολά Ραφαλέ, που είχε οξείς ρευματισμούς και μεταφέρονταν σε αναπηρικό αμαξάκι κι ο Μπαζιλά
Γιωργακό, που τον ταλαιπωρούσε ένα χρόνιο συνάχι, εκδηλωνόμενο σε αδιάκοπα «αα-ψου!», από τον καιρό που στεκόταν
στα ρεύματα χωρίς σακάκι. Κάθε αντικείμενο ικανό να κόψει ή
να τσακίσει είχε γίνει όπλο – από τις χασαπομαχαίρες και τους
σουγιάδες, ως τα μπαστούνια από σιδερόξυλο και τις μαγκούρες! Είχαν επιταχθεί όλα τα ντουφέκια που βρίσκονταν στην πόλη. Ήταν πέντε όλα-όλα, τα δυο δίχως «κόκορα», και τα μοίρασαν στην εμπροσθοφυλακή. Το πυροβολικό το αποτελούσε ένα
αρχαϊκό φιδοκάνονο που είχε κυριευθεί το 1339 σε μάχη εναντίον της οχυρωμένης πόλης Κενοά – ένα από τα πρώτα κανόνια
που αναφέρονται στην Ιστορία – και που δεν είχε βροντήξει από
τότε. Περιττό να προστεθεί πως δεν υπήρχαν βλήματα για να το
βάλουν σ’ ενέργεια – ευτύχημα γι’ αυτούς που θα το χειρίζονταν,
γιατί σίγουρα θα έσκαζε με την πρώτη ριξιά! Δεν αποκλείεται,
όμως, η θέα του να τρομοκρατούσε τους εχθρούς. Όσο γι’ αγχέ-
[64]
ΔΟΚΤΩΡ ΟΞ
μαχα * όπλα, τα είχαν επιτάξει στο αρχαιολογικό μουσείο: πελέκια από τσακμακόπετρα, περικεφαλαίες, ρόπαλα ενισχυμένα με
καρφιά, σιδερομπαλτάδες, λόγχες, σάρισες μακεδονικές, λογχοπελέκια, δόρατα κλπ. Ακόμα κι από τις κουζίνες είχαν μαζέψει
ό,τι μπορούσε να χρησιμεύσει για μάχη σώμα προς σώμα! Το
θάρρος, όμως, ο δίκαιος αγώνας, το μίσος εναντίον του σφετεριστού, ο πόνος της εκδικήσεως, θα αντικαθιστούσαν τα πιο τελειοποιημένα όπλα – αυτό έλπιζαν τουλάχιστον οι Κικεντονέζοι,
δηλαδή τα σύγχρονα μυδραλιοβόλα και τα οπισθογεμή κανόνια.
Στη γενική επιθεώρηση των στρατευμάτων, όλοι έδωσαν στο
προσκλητήριο το «παρών». Μόνο που σε κάθε εκφώνηση του
ονόματος ακουγόταν και ένα βροντερό «αα-ψου!» του Μπαζιλά
Γιωργακό. Ο στρατηγός Ορντιμπέκ, που δεν ήταν καλά στερεωμένος πάνω στ’ άλογό του, έπεσε τρεις φορές, ανασηκώθηκε
όμως χωρίς γρατζουνιά κι αυτό θεωρήθηκε σαν καλός οιωνός.
Δεν αποκλείεται, το άλογο, που είναι έξυπνο ζώο, ν’ αντιλήφθηκε
πως ο αναβάτης του ήταν ατζαμής, και τον έριχνε όλο χάμω.
Ο δήμαρχος, ο σύμβουλος, ο αστυνόμος, ο αρχιδικαστής, ο
εφοριακός, ο πρύτανις, κοντολογής όλοι οι πρόκριτοι της Κικεντόν βάδιζαν επικεφαλής. Δάκρυ δεν χύθηκε από τις μάνες, τις
αδελφές, τις κόρες. Ενθαρρύνανε – σπρώχνοντάς τους προς τα
εμπρός – τους συζύγους, τους πατεράδες, τους αδελφούς των,
να ριχτούνε ατρόμητα στον αγώνα. Επικεφαλής τους, ήταν η
θαρραλέα κυρία βαν Τρικάς, που έχοντας το γενικό πρόσταγμα,
τραγουδούσε το εμβατήριο της νίκης:
«Της Κικεντόν τα παλικάρια,
που βγαίνουν μες απ’ τον λαόν,
θα πολεμήσουν σαν λιοντάρια
υπέρ βωμών και εστιών!»
Είχε γι’ ακομπανιαμέντο την τρουμπέτα του ντελάλη Ζαν Μιστρόλ.
*
Όπλα που χρησιμεύουν σε αγώνα σώμα προς σώμα.
[65]
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
Οι δυο φίλοι, ακουμπισμένοι ένας πάνω στον άλλο… (σελ. 60)
[66]
ΔΟΚΤΩΡ ΟΞ
Η στρατιά ξεκίνησε από την κεντρική πλατεία, με ξεφωνητά
ανθρωποφάγων της Νέας Γουϊνέας, που προχώρησε προς την
πύλη της Οντενάρντ.
Τη στιγμή που η αρχή της φάλαγγος θα περνούσε τα τείχη
της πόλης, ένας άνθρωπος όρμησε μπροστά της:
— Σταματήστε! Σταματήστε! Θεότρελοι! φώναξε. Μην αλληλοσκοτωθείτε! Περιμένετε να κλείσω το ρουμπινέ! Δεν είστε διψασμένοι για αίμα! Είστε αγαθοί και φρόνιμοι νοικοκυραίοι! Αν
πήρατε έτσι φωτιά, αφορμή είναι ο δάσκαλός μου, ο δόκτωρ Οξ!
Κάνει πείραμα πάνω σας! Με πρόφαση πως τάχα θα σας φωτίσει
με οξυδρικό αέριο, έχει γεμίσει την…
Ο βοηθός ήταν έξω φρενών! Δεν πρόλαβε, όμως, ν’ αποτελειώσει τη φράση του. Τη στιγμή που θ’ αποκάλυπτε το μυστικό,
ο δόκτωρ Οξ, με απερίγραπτη λύσσα, όρμησε εναντίον του δυστυχισμένου Υγόνου και του έκλεισε το στόμα με γροθιές!
Επακολούθησε σωστή μάχη. Ο δήμαρχος, ο σύμβουλος, οι
άλλοι πρόκριτοι, που είχαν σταματήσει μόλις φάνηκε ο Υγόνος,
ξέφρενοι κι αυτοί, όρμησαν εναντίον των δυο ξένων, χωρίς να
θέλουν ν’ ακούσουν κανέναν! Ο δόκτωρ Οξ κι ο βοηθός του δέχονταν βροχή γρονθοκλωτσοπατινάδες από τα πλήθη και θα
τους έσερναν στη φυλακή, κατά διαταγή του βαν Τρικάς, όταν…
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ
Λύση… εκρηκτική!
… Όταν ακούστηκε μια τρομακτική έκρηξη! Μια φλόγα απίθανης εντάσεως ξετινάχτηκε σαν μετέωρο στην ατμόσφαιρα που
τύλιγε την Κικεντόν. Δεν είχε ακόμα νυχτώσει, αλλιώτικα αυτή η
εκτυφλωτική λάμψη θα διακρίνονταν σε απόσταση πενήντα χιλιομέτρων!
Ολάκερη η ένδοξη στρατιά της Κικεντόν βρέθηκε μονομιάς
ξαπλωμένη χάμω! Πάλι καλά, που δεν είχε την παραμικρή απώ[67]
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
λεια… Μερικοί από τους θαρραλέους μαχητές σηκώθηκαν με
πρηξίματα ή μελανιάσματα: αυτή ήταν όλη-όλη η ζημιά της μεγάλης εκστρατείας! Κατά τύχη – ή κατά λάθος, ποιος ξέρει; – ο
ζαχαροπλάστης δεν έπεσε κείνη τη στιγμή από το άλογο, μόνο
κάηκαν ελαφρά μερικές τρίχες από λοφίο του…
Σημειώθηκε κι ένα επιστημονικό θαύμα: ο Μπαζιλά Γιωργακό, που βασανιζόταν από το χρόνιο συνάχι, σηκώθηκε από χάμω… ολότελα θεραπευμένος! Τέρμα πια στα συνεχή «αα-ψου!».
Μα τι να είχε συμβεί άραγε;
Καθώς έμαθαν αργότερα, απλούστατα, είχε τιναχθεί στον
αέρα το εργοστάσιο παραγωγής αερίου. Κατά την απουσία του
δόκτορα Οξ και του βοηθού του, σίγουρα από κάποια αμέλεια ή
απροσεξία ενός εργάτη. Δεν μπόρεσε να εξακριβωθεί πώς το οξυγόνο της μιας δεξαμενής ενώθηκε με το υδρογόνο της άλλης.
Γιατί η ένωση αυτών των δύο αερίων είχε γι’ αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός εκρηκτικού μίγματος, που πήρε φωτιά από απροσεξία.
Ευχής έργον! Γιατί μόλις σηκώθηκε η πεσμένη – ή μάλλον
ξεπεσμένη – στρατιά, η κατάσταση άλλαξε ολότελα.
Όσο για το δόκτορα Οξ και το βοηθό του Υγόνο, ήταν άφαντοι!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ
Ουδέν κακόν αμιγές καλού
Ύστερ’ από την έκρηξη η Κικεντόν ξανάγινε η ήρεμη, απαθής
και ψύχραιμη πόλη, όπως τα περασμένα χρόνια.
Ύστερ’ από την έκρηξη, που άλλωστε, δεν συγκίνησε υπερβολικά κανέναν, καθένας πήρε μηχανικά το δρόμο του σπιτιού
του, ο δήμαρχος πιασμένος αγκαλιά με το σύμβουλό του, ο δικηγόρος Σιούτ το ίδιο με το γιατρό Κουστός, ο Φραντς Νικλάους
με τον αντίζηλό του Σιμόν Κολλαέρτ. Όλοι τους ήσυχα, αθόρυβα,
[68]
ΔΟΚΤΩΡ ΟΞ
χωρίς να ’χουν καν αντιληφθεί τι είχε συμβεί, ξεχνώντας τη μισητή Βιργκαμέν και τους όρκους εκδικήσεως που είχαν κάνει στη
λέσχη. Ο στρατηγός είχε ξαναγυρίσει στα ζαχαροπλαστικά του
καθήκοντα κι ο υπασπιστής του στις μαρμελάδες του.
Όλοι κι όλα είχαν ξαναβρεί τη γαλήνη και την ηρεμία της
συνηθισμένης τους ζωής, άνθρωποι, ζώα και φυτά. Ακόμα κι η
πύλη της Οντενάρντ, που στάθηκε το δεύτερο θαύμα της εκρήξεως: γιατί την έκαμε από γερμένη που ήταν να… ισιώσει!
Κι από τότε, έπαψαν οι φιλονικίες, οι συμπλοκές κι οι απλές
συζητήσεις ακόμα, στη μακάρια πόλη της Φλάνδρας. Αχρηστεύθηκε η επικουρική αστυνομία που είχε συσταθεί για τους μεθυσμένους και τους θερμόαιμους Φλαμανδούς. Η θέση του αστυνόμου Πασώφ ξανάγινε αργομισθία. Δεν τον απέλυσαν, όμως,
ούτε του ελάττωσαν το μισθό, γιατί ο δήμαρχος με το σύμβουλο,
όλο… ανέβαλλαν τη λήψη της σχετικής αποφάσεως – σύμφωνα
με τον καθιερωμένο ρυθμό της φλαμανδικής ιδιοσυγκρασίας.
Άλλωστε, από καιρό σε καιρό, εξακολουθούσε ν’ αποτελεί το
θέμα των ονείρων της γεροντοκόρης Τσατσαχερμάνς…
Όσο για τον αντίζηλο του Φραντς, εγκατέλειψε με γενναιοφροσύνη τη χαριτωμένη Σούζη στον αρραβωνιαστικό της, που
έσπευσε να την παντρευτεί… ύστερ’ από πέντε χρόνια!
Η κυρία βαν Τρικάς εγκατέλειψε τον μάταιο αυτόν κόσμο,
δέκα χρόνια αργότερα – εμπρόθεσμα, σαν να λέμε! – κι ο δήμαρχος παντρεύτηκε τη δεσποινίδα Πελαγία βαν Τρικάς, εξαδέλφη του, υπό τους πιο συμφέροντες όρους… για τον ευτυχή
θνητόν… που θα διαδεχόταν τελικά αυτόν!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΒΔΟΜΟ
Εξήγηση της θεωρίας του δόκτορα Οξ
Τι είχε κάνει λοιπόν αυτός ο μυστηριώδης δόκτωρ Οξ; Ένα
πρωτόφαντο πείραμα απλούστατα.
[69]
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
Η στρατιά της Κικεντόν βρέθηκε ξαπλωμένη χάμω!… (σελ. 67)
[70]
ΔΟΚΤΩΡ ΟΞ
Αφού τοποθέτησε τους σωλήνες του αερίου, είχε γεμίσει
κατά κόρον, με καθαρό οξυγόνο, χωρίς ίχνος υδρογόνου, τα δημόσια κτίρια, ύστερα τις ιδιωτικές κατοικίες και τελευταία τους
δρόμους της Κικεντόν.
Το οξυγόνο, που είναι άγευστο και άοσμο, όταν είναι διεσπαρμένο σε μεγάλη ποσότητα στην ατμόσφαιρα, μόλις το εισπνεύσει κανείς, του προκαλεί σοβαρές διαταραχές στον οργανισμό. Αν ζει κανείς σ’ ένα περιβάλλον γεμισμένο με οξυγόνο,
εξάπτεται, κυριεύεται από υπερένταση, πιάνουν φωτιά τα σωθικά του!
Μόλις, όμως, ξαναγυρίσει στην κανονική ατμόσφαιρα – όπως
όταν ξαναβρέθηκαν ο βαν Τρικάς με το σύμβουλο στην ταράτσα
του καμπαναριού, αναπνέοντας τον καθαρόν αέρα, συνέρχεται,
γιατί το οξυγόνο εξ αιτίας του βάρους του μένει στα κατώτερα
στρώματα.
Αν μένει, όμως, κανένας κάτω από αυτές τις συνθήκες, εισπνέοντας κατά κόρον καθαρό οξυγόνο, που μεταμορφώνει βιολογικά και το σώμα και την ψυχική διάθεση, πεθαίνει γρήγορα.
Έτσι, στάθηκε μεγάλο ευτύχημα για τους Κικεντονέζους που
η θεόσταλτη έκρηξη έβαλε τέρμα σ’ ένα πολύ επικίνδυνο πείραμα, καταστρέφοντας συθέμελα το εργοστάσιο του δόκτορα
Οξ.
Κοντολογής, για να βγάλουμε ένα συμπέρασμα: άραγε η αρετή, το θάρρος, το ταλέντο, η φαντασία, όλα αυτά τα προτερήματα κι οι ιδιότητες, έχουν εξάρτηση από το οξυγόνο;
Αυτή είναι η θεωρία του δόκτορα Οξ, μα καθένας έχει το δικαίωμα να μην την παραδεχθεί. Όσο για μένα, την αντικρούω
κατηγορηματικά παρ’ όλο το ιδιόρρυθμο πείραμα που αναστάτωσε προσωρινά την ήσυχη ζωή της Κικεντόν.
[71]